actual | |
gen. | πραγματική; πραγματικό; πραγματικός |
contribution | |
gen. | παρουσίαση |
insur. lab.law. | συμμετοχή του ασφαλισμένου |
law | εισηγήσεις |
percentage | |
gen. | ποσοστό |
| |||
φυσική πρώτη ύλη; φυσικό εμπόρευμα | |||
| |||
πραγματική; πραγματικό; πραγματικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
a. | |||
act |
Actual Contribution: 9 phrases in 2 subjects |
Accounting | 3 |
Economy | 6 |