stickiness | |
life.sc. agric. | πρόσφυση; προσκολλητικότητα |
of | |
gen. | από |
price | |
commun. | τιμή |
environ. | τιμή |
fin. social.sc. lab.law. | τιμολογώ |
forestr. | καθορισμός; σταθεροποίηση τιμών |
| |||
πρόσφυση; προσκολλητικότητα | |||
ψυχική προσκόλλησις; κολλώδες |
stickiness: 1 phrase in 1 subject |
Finances | 1 |