|
|
gen. |
διαμένω; παραμένω; εγκαθίσταμαι |
agric., mech.eng. |
μεταλλικό πλαίσιο; μεταλλικό στήριγμα |
mater.sc. |
ενίσχυση; ενισχυτικό στήριγμα; υποστήριγμα |
transp., construct. |
μπουντέλι |
|
|
construct. |
στηρίζω |
transp., construct. |
στηρίζω με εγκάρσιους συνδέσμους |
|
|
construct. |
επίτονα |
|
|
agric. |
ανάδρομος; πρότονος του επιστηλίου |
agric., industr., construct. |
δόγα,ντούγα |
agric., mech.eng. |
μεταλλικό υποστήριγμα δίσκου |
chem. |
οπλισμός του κλιβάνου |
industr., construct. |
κολλάρο; τιράντα |
law |
διαμονή; αναστολή |
mater.sc. |
υποστήριξη |
mech.eng. |
στρογγυλή οπή |
mech.eng., el. |
στήριγμα |
obs., law, immigr. |
παραμονή |
polit., law |
αναστολή της έκδοσης αποφάσεως |
transp. |
αντηρίδα; στυλίδιο |
transp., construct. |
προσωρινό υποστύλωμα |
|
|
construct. |
υποστυλώνω |
transp., construct. |
συνδέω με εγκάρσιους συνδέσμους |
|
English thesaurus |
|
|
law |
a delay or cessation; The act of stopping a judicial proceeding by order of the court |
|
|
law |
to suspend a judgment or proceedings temporarily |