pull | |
coal. el. | προώθηση ανά κύκλο ανατίναξης |
fish.farm. | δύναμη έλξης |
industr. construct. | απόσπαση; εξαγωγή; αποσπώ; εξάγω |
industr. construct. met. | ρυθμός τήξεως του γυαλιού |
transp. | έλξη |
mode | |
comp., MS | λειτουργία |
| |||
τραβώ | |||
έλκω (The process of retrieving data from a network server) | |||
| |||
υψηλόν κέντημα | |||
τύπωμα | |||
βυθοκαθαρισμός | |||
αφαίρεση των χοντρών τριχών; άνοιγμα; αποψίλωση | |||
έλξη | |||
| |||
προώθηση ανά κύκλο ανατίναξης | |||
δύναμη έλξης | |||
απόσπαση; εξαγωγή; αποσπώ; εξάγω | |||
ρυθμός τήξεως του γυαλιού | |||
έλξη | |||
English thesaurus | |||
| |||
pullet | |||
| |||
power for underwater logistics and living |
pull: 247 phrases in 26 subjects |