peak hold | |
commun. | συγκράτηση κορυφής |
response | |
agric. chem. | ανταπόκριση |
comp., MS | απόκριση |
environ. | Απάντηση |
IT | αρχέγονο απόκρισης |
law | αιτήματα του υπομνήματος αντικρούσεως |
med. | απόκριση; αντενέργεια; απάντηση; αντίδραση |
| |||
συγκράτηση κορυφής |
peak hold: 1 phrase in 1 subject |
Health care | 1 |