free-to-air | |
commun. | ελεύθερα παρεχόμενη ραδιοτηλεοπτική υπηρεσία |
Content | |
comp., MS | Περιεχόμενο |
Contents | |
gen. | Περιεχόμενο |
content | |
gen. | ικανοποιημένη; ικανοποιημένο; ικανοποιημένος |
chem. | περιεχόμενο |
comp., MS | περιεχόμενο |
met. | περιεκτικότητα |
| |||
ελεύθερα παρεχόμενη ραδιοτηλεοπτική υπηρεσία | |||
English thesaurus | |||
| |||
FTA |
free to air: 2 phrases in 1 subject |
Communications | 2 |