Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
first come, first served
first come first served
fin. agric.
αρχή της "κατά προτεραιότητα εξυπηρέτησης του προηγηθέντος"
|
basis
basis
el.
μέταλλο βάση
fin.
βάση κόστους
;
φορολογική βάση
to phrases
first come, first served
commer., polit., fin.
"ο πρώτος αφιχθείς εξυπηρετείται πρώτος"; "εξυπηρετείται πρώτος αυτός που φθάνει πρώτος". διαδικασία κατά χρονολογική σειρά ή ακολουθία; διαδικασία κατά χρονολογική σειρά προτεραιότητας
first come first served
fin., agric.
αρχή της "κατά προτεραιότητα εξυπηρέτησης του προηγηθέντος"
English thesaurus
First-Come, First-Served
abbr., astronaut., mil.
FCFS
first come, first served:
3 phrases
in 2 subjects
Communications
1
Finances
2
Add
|
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips