abnormal | |
fish.farm. | ανωμαλία |
payment | |
econ. | πληρωμή |
fin. | πράξεις πληρωμής; διακανονισμός αξίας; εξόφληση; καταβολή |
fin. econ. | πληρωμή των δαπανών |
practice | |
med. | εξάσκηση |
| |||
ανωμαλία | |||
ανώμαλος; αντικανονικός; παθολογικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
abnml | |||
ABNL; ABNORM | |||
abn |
abnormal: 67 phrases in 21 subjects |