EUROP Wagon Pool | |
transp. | Kοινοπραξία Εκμετάλλευσης Φορτηγών Βαγονιών EUROP |
agreement | |
gen. | συμβατικός μηχανισμός |
econ. | συμφωνία |
environ. | συμφωνία |
law | συμβόλαιον |
law agric. | συμφωνία; σύμβαση |
| |||
δύναμη φορτηγών της EUROP | |||
| |||
Kοινοπραξία Εκμετάλλευσης Φορτηγών Βαγονιών EUROP |
Europ" wagon-pool: 3 phrases in 1 subject |
Transport | 3 |