capacity | |
commun. transp. | κυκλοφοριακή ικανότητα |
comp., MS | χωρητικότητα |
earth.sc. | εμβαδόν; περιεκτικότης; χωρητικότης; χώρησις; όγκος |
IT tech. | χωρητικότητα μνήμης |
mech.eng. | όγκος σάρωσης κυλίνδρου |
programme | |
med. | πρόγραμμα |
| |||
χωρητικότητα (The ability of a resource to produce an amount of output in a specified amount of time) | |||
εμβαδόν; περιεκτικότης; χωρητικότης; χώρησις; όγκος | |||
χωρητικότητα μνήμης | |||
όγκος σάρωσης κυλίνδρου | |||
ικανότητα; μνημονικό εύρος | |||
μεταφορική ικανότητα; δυναμικότητα; ικανότητα φόρτωσης; όγκος φορτίου; όγκος φόρτωσης | |||
| |||
κυκλοφοριακή ικανότητα |
Capacities: 852 phrases in 43 subjects |