cava | |
agric. | σκάψιμο; ανοιξιάτικο σβάρνισμα; εαρινό σβάρνισμα |
med. | κοιλότητα |
cavar | |
agric. | ανασκάπτω; σκάπτω διά λίσγου; αναστρέφω; τσάπισμα |
| |||
ανασκάπτω; σκάπτω διά λίσγου; αναστρέφω; τσάπισμα | |||
σκάβω; σκάψιμο | |||
| |||
σκάψιμο; ανοιξιάτικο σβάρνισμα; εαρινό σβάρνισμα | |||
κοιλότητα |
Cave-Rowe: 1 phrase in 1 subject |
Medical | 1 |