DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Metallurgy containing μείωση του | all forms | in specified order only
GreekEnglish
έλεγχος κίνησης του φορτίου με διακοπή ή με μείωση εμφύσησης αέραchecking the furnace
έλεγχος κίνησης του φορτίου με διακοπή ή με μείωση εμφύσησης αέραjumping the blast
έλεγχος κίνησης του φορτίου με διακοπή ή με μείωση εμφύσησης αέραchecking
η μείωση της διαλυτότητας του άνθρακα προκαλεί καθίζηση καρβιδίουthe decrease in the solubility of carbon causes the precipitation of carbide
μείωση του όγκου εμφύσησηςblowing down
μείωση του όγκου εμφύσησηςto blow out with maximal descent of the stock
μείωση του όγκου εμφύσησηςto blow down