DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Metallurgy containing λειτουργία | all forms
GreekSpanish
αρχικό φορτίο λειτουργίαςcarga de encendido
αυτόματη λειτουργίαmétodo de producción automática
διάγραμμα λειτουργίαςdiagrama de regulación eléctrica
διάγραμμα λειτουργίαςdiagrama de marcha de fusión
διαδοχή καθορισμένων χρόνων λειτουργίας και διακοπήςmodulación
διαδρομή λειτουργίας του ηλεκτροδίουcarrera de trabajo
θέση εκτός λειτουργίαςapagado
θέση λειτουργίας του φλογοκόπτηposición de corte del soplete
θέτω εκτός λειτουργίαςapagado
κάμινος ασυνεχούς λειτουργίαςhorno de carga completa
κάμινος ασυνεχούς λειτουργίαςhorno discontinuo
κάμινος αυτοτελούς λειτουργίαςhorno discontinuo
κάμινος αυτοτελούς λειτουργίαςhorno de carga completa
κάμινος διακοπτομένης λειτουργίαςhorno discontinuo
κάμινος διακοπτομένης λειτουργίαςhorno de carga completa
κάμινος συνεχούς λειτουργίαςhorno continuo
κεντρική λειτουργίαmarcha central
μέγιστη πίεση κανονικής λειτουργίαςpresión máxima en servicio normal
μέγιστη πίεση λειτουργίαςpresión máxima reducida
πίεση λειτουργίας της μηχανήςpresión de trabajo de la máquina
πίνακας λειτουργίαςunidad de funcionamiento
περίοδος λειτουργίαςcampaña
ρεύμα συγκολλήσεως για συνεχή λειτουργίαcorriente convencional de soldeo en servicio continuo
τάση λειτουργίας κατά τη συγκόλλησηtensión en trabajo
τάση λειτουργίας κατά τη συγκόλλησηtensión en carga
τιμές λειτουργίας τάσης και έντασης ρεύματοςintensidad de corriente y tensión de trabajo
τρόπος λειτουργίας της καμίνουmarcha del horno
φορτίο αναστολής της λειτουργίαςcarga de mantenimiento
χρόνος λειτουργίαςduración del ciclo de trabajo
χρόνος λειτουργίας τόξουtiempo de puesta en carga