DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Metallurgy containing straight | all forms | exact matches only
EnglishGreek
angular coefficient of the straight lineσυντελεστής κλίσης ευθείας γραμμής
diaphragm stress in a straight pipe under internal pressureμηχανική τάση διαφράγματος μέσα σε κάθετο αυλό υπό εσωτερική πίεση
electrode travel in a straight lineκίνηση ηλεκτροδίου κατά μήκος ευθείας γραμμής
radiussed straight top edge sleekerακτινωτό λειαντικό εργαλείο με ίσιο άνω άκρο
sharp angle straight top edge sleekerλειαντικό εργαλείο απότομης γωνίας με ίσιο άνω άκρο
straight-back toothκοπτικό δόντι με επίπεδη ελεύθερη επιφάνεια.
straight cup grindingεπίπεδος κωδωνοειδής λειαντικός τροχός
straight electrodeευθύγραμμο ηλεκτρόδιο σημείου
straight flash weldingμετωπική συγκόλληση χωρίς προθέρμανση
straight grinding wheelεπίπεδος λειαντικός τροχός
straight grinding wheel recessed on both sidesεπίπεδος λειαντικός τροχός με αμφίπλευρη βάθυνση
straight grinding wheel recessed on one sideεπίπεδος λειαντικός τροχός με μονόπλευρη βάθυνση
straight holder for electrodeευθύγραμμο στήριγμα ηλεκτροδίου
straight large radius sleekerίσιο λειαντικό εργαλείο μεγάλης ακτίνας
straight line cutting machineμηχανή φλογοκοπής για κατά μήκος κοπές
straight line cutting machineμηχανή κοπής με φλόγα οξυγόνου για κατά μήκος κοπές
straight plateεπίπεδο έλασμα
straight polarityαρνητικό ηλεκτρόδιο
straight polarityκάθοδος
straight shank electrode holderευθύγραμμο στήριγμα με ηλεκτρόδιο τοποθετούμενο στην προέκταση του άξονα του στηρίγματος
straight trimming cutκοπή εξομάλυνσης
the equivalent cross-sectional area of a straight barισοδύναμη διατομή