DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Metallurgy containing long | all forms | exact matches only
EnglishGreek
capability of depositing a long small beadικανότητα του ηλεκτροδίου για εναπόθεση λεπτών κορδονιών μεγάλου μήκους
long boss tool with interchangeable headsμακρύ εργαλείο με εναλλασσόμενες κυρτωμένες κεφαλές
long planingπλάνιση
long productsεπιμήκη προϊόντα; μακρά προϊόντα
long products-totalσύνολο επιμήκων προϊόντων
long term behaviourμακροχρόνια συμπεριφορά
long term in-service stabilityμακροπρόθεσμη σταθερότητα κατά τη χρήση
long-term testδοκιμασία μακράς διάρκειας
long transverse directionμακρά εγκάρσια διεύθυνση
long welded railsσυγκολλημένη γραμμή
long welded railsγραμμή χωρίς αρμούς
long welded railsγραμμή με συγκολλημένες σιδηροτροχιές
spheroidization requires long annealing timesη σφαιροποίηση απαιτεί μακρούς χρόνους ανόπτησης
structural changes after long time stressing at high temperaturesδομικές μεταβολές μετά από καταπόνηση μακράς διάρκειας σε υψηλές θερμοκρασίες
test for long term behaviourδοκιμή συμπεριφοράς στο χρόνο