DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Forestry containing cross | all forms | exact matches only
EnglishGreek
automatic cross-cut-functionαυτόματη λειτουργία εγκάρσιας τομής
cross caliperδιάμετροι κάθετοι μεταξύ τους
cross-country transportμεταφορές σε ανώμαλο έδαφος
cross-country vehicleόχημα παντός δρόμου
cross-cutεγκάρσια τομή
cross-cutεγκάρσια κοπή
cross-cut areaπεριοχή εγκάρσιας κοπής
cross cuttingεγκάρσια τομή
cross cuttingεγκάρσια κοπή
Cross-cutting sawπριόνι
cross-cutting sawπριόνι εγκάρσιας τομής
cross-grainedμε διαγώνιες ίνες
cross pilingσταυρωτό στοίβαγμα
cross windπλευρικός άνεμος
forced cross-cutεξαναγκασμένη εγκάρσια τομή
marking for cross-cuttingσήμανση για εγκάρσια τομή