DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Employment containing ή | all forms | exact matches only
GreekEnglish
έχω επαγγελματική απασχόληση, αμειβόμενη ή μηto engage in any occupation, whether gainful or not
"Η πρώτη σου εργασία μέσω του EURES""Your first EURES job"
Οδηγία περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεωνCouncil Directive on the approximation of the laws of the Member States relating to the safeguarding of employees' rights in the event of transfers of undertakings, businesses or parts of undertakings or businesses
Οδηγία περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεωνAcquired Rights Directive
πραγματοποιείται προοδευτικά η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένωνto bring about, by progressive stages, freedom of movement for workers