Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Polish
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
Employment
containing
ή
|
all forms
|
exact matches only
Greek
English
έχω επαγγελματική απασχόληση, αμειβόμενη
ή
μη
to
engage in any occupation, whether gainful or not
"
Η
πρώτη σου εργασία μέσω του EURES"
"Your first EURES job"
Οδηγία περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων
ή
τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων
Council Directive on the approximation of the laws of the Member States relating to the safeguarding of employees' rights in the event of transfers of undertakings, businesses or parts of undertakings or businesses
Οδηγία περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων
ή
τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων
Acquired Rights Directive
πραγματοποιείται προοδευτικά
η
ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων
to
bring about, by progressive stages, freedom of movement for workers
Get short URL