DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Health care containing short | all forms | exact matches only
EnglishGreek
short-acting barbiturateβαρβιτουρικό σύντομης επίδρασης
short acting beta agonist bronchodilatorβρογχοδιασταλτικός β-αγωνιστής βραχείας δράσεως
Short Increment Sensitivity Index Testτέστ SISI
short stay hospitalνοσοκομείο βραχυχρόνιας νοσηλείας
short term dietary toxicityβραχυπρόθεσμη τοξικότητα
short term dietary toxicity/exposure ratioλόγος βραχυπρόθεσμης τοξικότητας δια της τροφής/έκθεσης
short-term exposure limitοριακή τιμή εκπομπής
short-term measurementμετρήσεις βραχείας διάρκειας
short-term memoryβραχυπρόθεσμη μνήμη
short-term memoryάμεση μνήμη
short term occupational exposure limitόριο βραχυπρόθεσμης επαγγελματικής έκθεσης
short-term repeated-dose toxicityβραχυπρόθεσμη τοξικότητα επαναλαμβανόμενης δόσης
short-term toxicityβραχυπρόθεσμη τοξικότητα επαναλαμβανόμενης δόσης
short-term treatment unitμονάδα περίθαλψης μικρής διάρκειας
short-windednessπνευμονικό εμφύσημα (emphysema)