Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Arabic
Chinese
Czech
English
Esperanto
French
German
Greek
Italian
Norwegian Bokmål
Polish
Russian
Scottish Gaelic
Serbian Latin
Spanish
Swedish
Ukrainian
Uzbek
Terms
for subject
Health care
containing
observed
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
low
observed
effect level
χαμηλό επίπεδο παρατηρηθέντος αποτελέσματος
lowest-
observed
-adverse-effect level
κατώτερο επίπεδο στο οποίο παρατηρούνται επιπτώσεις
lowest-
observed
-adverse-effect level
χαμηλότερο επίπεδο παρατήρησης επιβλαβούς επίπτωσης
lowest-
observed
-adverse-effect level
επίπεδο στο οποίο παρατηρούνται οι μικρότερες επιπτώσεις
Lowest
Observed
Effect Concentration
επίπεδο συγκέντρωσης στην οποία παρατηρούνται οι μικρότερες επιπτώσεις
lowest
observed
effect concentration
συγκέντρωση στην οποία παρατηρείται επίδραση
lowest
observed
effect level
ελάχιστο επίπεδο παρατηρήσιμου αποτελέσματος
lowest-
observed
-effect level
concentration
χαμηλότερο/επίπεδο/συγκέντρωση παρατήρησης επιπτώσεων
lowest-
observed
-effect level
concentration
επίπεδο/συγκέντρωση όπου παρατηρούνται οι μικρότερες επιπτώσεις
no-
observed
-adverse-effect level
επίπεδο στο οποίο δεν παρατηρούνται δυσμενείς επιπτώσεις
no-
observed
-adverse-effect level
επίπεδο όπου δεν παρατηρούνται δυσμενείς επιδράσεις
no-
observed
-adverse-effect level
επίπεδο στο οποίο δεν παρατηρούνται επιπτώσεις
no-
observed
-adverse-effect level
επίπεδο στο οποίο δεν παρατηρείται επιβλαβής επίπτωση
no
observed
effect level
επίπεδο όπου δεν παρατηρείται καμμία επίδραση
no
observed
effect level
μηδαμινό επίπεδο παρατηρηθέντος αποτελέσματος
no-
observed
-effect level
concentration
επίπεδο/συγκέντρωσης άνευ παρατηρούμενων επιπτώσεων
no-
observed
-effect level
concentration
επίπεδο/συγκέντρωση όπου δεν παρατηρούνται επιπτώσεις
no
observed
effect level
επίπεδο όπου δεν παρατηρούνται δυσμενείς επιδράσεις
Get short URL