DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Health care containing lower | all forms
EnglishGreek
low back painχαμηλή οσφυαλγία
low blood pressureυπόταση
low-calorie dietδίαιτα με λίγες θερμίδες
low capacityχαμηλό δυναμικό
low egg passage virusεξασθένηση ιού μετά από λίγα περάσματα σε εμβρυοφόρα αυγά
low-grade lymphomaλέμφωμα χαμηλής κακοήθειας
low-grade lymphomaλέμφωμα χαμηλού βαθμού κακοήθειας
low-grade non-Hodgkin's lymphomaμη Hodgkin λέμφωμα χαμηλού βαθμού κακοήθειας
low observed effect levelχαμηλό επίπεδο παρατηρηθέντος αποτελέσματος
low-rating X-ray apparatusσυσκευή του Klein
low-risk biocidal productβιοκτόνο περιορισμένου κινδύνου
low sodium dietδιαιτολόγιο πτωχό σε νάτριο
low threshold servicesυπηρεσίες άμεσης πρόσβασης
low titre false-positive reactionχαμηλός τίτλος που δίνει ψευδώς θετική αντίδραση
lowest lethal concentrationκατώτερη θανατηφόρα συγκέντρωση
Lowest Observed Effect Concentrationεπίπεδο συγκέντρωσης στην οποία παρατηρούνται οι μικρότερες επιπτώσεις
lowest observed effect concentrationσυγκέντρωση στην οποία παρατηρείται επίδραση
lowest observed effect levelελάχιστο επίπεδο παρατηρήσιμου αποτελέσματος
lowest-observed-adverse-effect levelκατώτερο επίπεδο στο οποίο παρατηρούνται επιπτώσεις
lowest-observed-adverse-effect levelχαμηλότερο επίπεδο παρατήρησης επιβλαβούς επίπτωσης
lowest-observed-adverse-effect levelεπίπεδο στο οποίο παρατηρούνται οι μικρότερες επιπτώσεις
lowest-observed-effect level concentrationχαμηλότερο/επίπεδο/συγκέντρωση παρατήρησης επιπτώσεων
lowest-observed-effect level concentrationεπίπεδο/συγκέντρωση όπου παρατηρούνται οι μικρότερες επιπτώσεις
very-low calorie dietδίαιτα πολύ ελαττωμένων θερμίδων
very-low calorie dietεξαιρετικά ολιγοθερμική δίαιτα
very-low calorie dietδίαιτα με ελάχιστες θερμίδες
virus of low virulenceιός χαμηλής μολυσματικότητας