DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Health care containing Long | all forms | exact matches only
EnglishGreek
benefits for persons in need of long-term careπαροχές για άτομα που έχουν ανάγκη μακροχρόνιας περίθαλψης
ester with a long half-lifeεστέρας με μακρύ χρόνο υποδιπλασιασμού
long acting beta agonist bronchodilatorβρογχοδιασταλτικός β-αγωνιστής παρατεταμένης δράσεως
long-acting variantsπαραλλαγές με δράση μακράς διαρκείας
long-standing abuseχρόνια κατάχρηση
long stay hospitalνοσοκομείο μακρού χρόνου νοσηλείας
long-term abuseχρόνια κατάχρηση
long term average sound levelμέση τιμή ακουστικής πίεσης μεγάλου ζωνικού εύρους συχνοτήτων
long-term careμακροχρόνια μέριμνα
long term dietary toxicity/exposure ratioλόγος μακροπρόθεσμης τοξικότητας δια της τροφής/έκθεσης
long term diseaseχρόνια πάθηση
long-term exposureμακρά έκθεση σε παθογόνο παράγοντα
long-term measurementμετρήσεις μεγάλης διάρκειας
long-term sampling tubeσωλήνας δειγματοληψίας μακράς διάρκειας
long-term sick personπάσχων από χρόνια νόσο
long-term time intervalμακροχρόνιο διάστημα αναφοράς
long-term toxicityχρονία τοξικότητα