DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Coal containing προς | all forms | exact matches only
GreekFrench
έκρηξη υπονόμου με διάχυση προς τα άνω της εκρηκτικής δύναμης λόγω εκτίναξης της επιγόμωσης αντί θρυμματισμού του άνθρακαcoup qui fait canon
έκρηξη υπονόμου με διάχυση προς τα άνω της εκρηκτικής δύναμης λόγω εκτίναξης της επιγόμωσης αντί θρυμματισμού του άνθρακαtrou debourrant
έκρηξη υπονόμου με διάχυση προς τα άνω της εκρηκτικής δύναμης λόγω εκτίναξης της επιγόμωσης αντί θρυμματισμού του άνθρακαcharge qui fait canon
αι κατακλάσεις είναι πολύ λεπταί ρωγμαί,κάθετοι προς την στρώσινles limets sont des cassures très fines à peu près perpendiculaires à la stratification
ασφάλεια ως προς τις σκόνες ανθρακωρυχείωνsecurite aux poussieres
μετατροπή καταλοίπων προς ελαφρά προϊόνταconversion des fonds de mine en produits légers
τάση προς κατάκαυσηaptitude a la deflagration