DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Pharmacy and pharmacology containing units | all forms
EnglishGreek
administrative district of the health unitδιοικητική περιφέρεια της υγειονομικής μονάδας
crisis unitομάδα για την αντιμετώπιση της κρίσης
dosage unitμονάδα δόσης
dosage unitμονάδα δοσολογίας
dose-unitμονάδα δοσολογίας
dose-unitμονάδα δόσης
Head of Unit for Technical Co-ordinationπροϊστάμενος της μονάδας τεχνικού συντονισμού
Human Medicines Evaluation Unitμονάδα αξιολόγησης των φαρμακευτικών προϊόντων για ανθρώπινη χρήση
international unitδιεθνής μονάδα
polyethylene glycol stearates with 8-40 oxyethylene unitsεστεατικός εστέρας πολυαιθυλενογλυκόλης με 8-40 μονάδες οξυαιθυλενίου
unit of absorbed doseμονάδα απορροφημένης δόσης
unit of biological activityμονάδα βιολογικής δράσης