DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Pharmacy and pharmacology containing singles | all forms
EnglishGreek
single agent PSURέκθεση περιοδικής παρακολούθησης της ασφάλειας μιας μοναδικής ουσίας
single PSURέκθεση περιοδικής παρακολούθησης της ασφάλειας μιας μοναδικής ουσίας
single-substance periodic safety update reportέκθεση περιοδικής παρακολούθησης της ασφάλειας μιας μοναδικής ουσίας
single-substance PSURέκθεση περιοδικής παρακολούθησης της ασφάλειας μιας μοναδικής ουσίας