DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Pharmacy and pharmacology containing non | all forms | exact matches only
EnglishGreek
International Non-proprietary NameΔιεθνής Κοινή Ονομασία' ονομασία κοινόχρηστη ή κοινή
International Non-proprietory Name Modifiedτροποποιημένη διεθνής κοινή ονομασία
non-aqueous vehicleμη-υδατικό μέσον
non-binding opinionsμη δεσμευτικές γνώμες
non-depolarizing neuromuscular blocking agentμη αποπολωτικός νευρομυϊκός αποκλειστής
non-depolarizing NMBAμη αποπολωτικός νευρομυϊκός αποκλειστής
non-interventional PASSμη παρεμβατική μετεγκριτική μελέτη ασφάλειας
non-interventional post-authorisation safety studyμη παρεμβατική μετεγκριτική μελέτη ασφάλειας
non-interventional studyμη παρεμβατική μελέτη
non-interventional trialμη παρεμβατική μελέτη
non-interventional trialμη παρεμβατική δοκιμή
non-ionic low osmolar contrast agentμη ιοντική σκιαγραφική ουσία χαμηλής ωσμωτικότητας
non-prescription drugμη υποχρεωτικώς συνταγογραφούμενα φάρμακα
non-prescription drugφαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα για τη διάθεση των οποίων δεν απαιτείται ιατρική συνταγή
non-prescription drugφαρμακευτικά προϊόντα που διατίθενται χωρίς ιατρική συνταγή
non-prescription medicinal productμη υποχρεωτικώς συνταγογραφούμενα φάρμακα
non-prescription medicinal productφαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα για τη διάθεση των οποίων δεν απαιτείται ιατρική συνταγή
non-prescription medicinal productφαρμακευτικά προϊόντα που διατίθενται χωρίς ιατρική συνταγή
non-proprietary medicinal productουσιωδώς όμοιο φάρμακο
non-proprietary medicinal productγενόσημο φάρμακο
non-specific irritationμη ειδικός ερεθισμός
non-steroidal anti-inflammatory drugμη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο
non-steroidal anti-inflammatory drugμη στεροειδές αντιφλεγμονώδες
on a non-profit-making basisμη κερδοσκοπική βάση