DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Pharmacy and pharmacology containing lower | all forms
EnglishGreek
expanded low level curveκαμπύλη απόκρισης με διευρυμένη χαμηλή περιοχή
high-cost low-volume drugφάρμακο χαμηλής παραγωγής και υψηλού κόστους
high-cost low-volume medicineφάρμακο χαμηλής παραγωγής και υψηλού κόστους
low-intervention clinical trialκλινική δοκιμή χαμηλής παρέμβασης
mineral hydrocarbons, low to high viscosity including microcristalline waxes, approximately c10-c60ορυκτοί υδρογοάνθρακες, χαμηλού ή υψηλού ιξώδους συμπεριλαμβανομένων μικροκρυσταλλικών κηρών, περίπου c10 - c 60: αλειφατικές, διακλαδισμένες αλειφατικές και αλεικυκλικές ενώσεις
non-ionic low osmolar contrast agentμη ιοντική σκιαγραφική ουσία χαμηλής ωσμωτικότητας