DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Medical containing σύρμα | all forms
GreekFrench
αρθρόδεση με σύρμα με τη βοήθεια τρυπανιούarthrodèse par broche
δικτυωτό από μετάλλινο σύρμα το οποίο παρεμποδίζει την επαφή των κλινοσκεπασμάτων με το τραυματισμένο μέλοςberceau
δικτυωτό από μετάλλινο σύρμα το οποίο παρεμποδίζει την επαφή των κλινοσκεπασμάτων με το τραυματισμένο μέλοςbassinet
κινητήριο μετάλλινο σύρμαfil mobilisateur
μετάλλινο σύρμα του Kirschnerbroche de Kirschner
μετάλλινο σύρμα του Kirschnerfil de Kirschner
σύρμα επέκτασηςbroche d'extension
σύρμα που ενώνει την τεχνητή στεφάνη με την ρίζα του οδόντος του Gilbertcouronne à tenon de Gilbert