DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Medical containing στοιχείο | all forms
GreekGerman
αγγειακό στοιχείοTracheenglied
αγγειακό στοιχείοGefäßelement
αναπαραγωγικό στοιχείοBrutknospe
αναπαραγωγικό στοιχείοBrutkkörper
αυτόνομο στοιχείοautonomes Element
αυτόνομο στοιχείο ελέγχουautonomes Kontrollelement
γραφο-στοιχείοGraphoelement
δίκτυο του πυρηνοπλάσματος,σε αντίθεση με το υγρό στοιχείο,την καρυολύμφηKaryoretikulum
δομικό στοιχείοStrukturelement
ενεργοποιό στοιχείοAc-Element
ενεργοποιό στοιχείοAktivatorelement
ηθμοειδές στοιχείοSiebelement
ιικό ρετρομεταθετό στοιχείοvirales Retrotransposon
κεντρικό στοιχείοCore-Element
κινητό γενετικό στοιχείοtransponibiles Element
κινητό γενετικό στοιχείοTransposon
κινητό γενετικό στοιχείοmobiles genetisches Element
κινητό γενετικό στοιχείοtransponierbares Element
κινητό στοιχείο DNAbewegliches DNA-Element
μεσεγχυματικό στοιχείοMesenchymelement
μεσεγχυματικό στοιχείοmesenchymales Element
μεταβατικό στοιχείοÜbergangselement
μεταβατικό στοιχείοTransitionselement
μεταθέσιμο γενετικό στοιχείοtransponibiles Element
μεταθέσιμο γενετικό στοιχείοmobiles genetisches Element
μεταθέσιμο γενετικό στοιχείοTransposon
μεταθέσιμο γενετικό στοιχείοtransponierbares Element
μεταθετό στοιχείοtransponierbares Element
μεταθετό στοιχείοtransponibiles Element
μεταθετό στοιχείο Ptransponierbares P-Element
μεταθετό στοιχείοTransposon
μεταθετό στοιχείοmobiles genetisches Element
μεταθετό στοιχείο PP-Element
μη αυτόνομο ρυθμιστικό στοιχείοnichtautonomes Element
μη αυτόνομο ρυθμιστικό στοιχείοnichtautonomes Kontrollelement
μη αυτόνομο στοιχείοnichtautonomes Element
μη αυτόνομο στοιχείοnichtautonomes Kontrollelement
πρωτεϊνικό στοιχείοProteinmodul
ραδιενεργό στοιχείοradioaktives Element
ραδιενεργό στοιχείοRadioelement
ρετρομεταθετό στοιχείοRetrotransposon
ρυθμιστικό στοιχείοregulatorisches Element
σιωπητήριο στοιχείοAbschaltesequenz
σιωπητήριο στοιχείοSilencer-Element
σιωπητήριο στοιχείοSilencer-Sequenz
σκληρεγχυματικό στοιχείοsklerenchymatisches Element
στοιχείο αισθητηριακής και επικοινωνιακής ζωήςElement des Gefühls-und Beziehungslebens
στοιχείο αποσύνδεσηςDissoziationselement
στοιχείο απόκρισηςAntwortelement
στοιχείο απόκρισηςResponseelement
στοιχείο απόκρισης γλυκοκορτικοειδώνGlukokortikoidresponseelement
στοιχείο απόκρισης θερμικού σοκHitzeschockelement
στοιχείο απόκρισης θερμικού σοκHitzeschockresponseelement
στοιχείο απόκρισης στο cAMPCRE
στοιχείο απόκρισης στο cAMPcAMP-Responseelement
στοιχείο απόκρισης στο σίδηροIRE
στοιχείο απόκρισης στο σίδηροEisen-Responseelement
στοιχείο απόκρισης στον ορόSerum-Response-Element
στοιχείο απόκρισης φερομόνηςPheromon-Antwortelement
στοιχείο ελέγχουKontrollelement
στοιχείο ενίσχυσηςVerstärker
στοιχείο ενίσχυσηςEnhancer-Sequenz
στοιχείο ενίσχυσηςEnhancer-Element
στοιχείο ενίσχυσηςVerstärkerelement
στοιχείο ενίσχυσηςEnhancer
στοιχείο μετάπτωσηςÜbergangselement
στοιχείο μετάπτωσηςTransitionselement
στοιχείο μονωτήςIsolatorelement
στοιχείο μονωτήςIsolator
στοιχείο της φαρμακοτεχνικής διαμόρφωσηςBestandteil,der der Arzneispezialität ihre aüssere pharmazeutische Form gibt
στρωματικό στοιχείοStromakomponente
συστατικό στοιχείοBestandteil
σύνθετο στοιχείοzusammengesetztes Element
χημικό στοιχείοElement
χημικό στοιχείοchemisches Element