DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Medical containing λεπτό | all forms | exact matches only
GreekFrench
καθορισμός του κατά λεπτό όγκου του αίματος,χρησιμοποιούμενοι,αέριο ξένο προς το ανθρώπινο σώμαméthode de débitmétrie utilisant un gaz étranger au corps humain
κατά λεπτό όγκος του αίματοςrendement du coeur
κρούσεις κατά λεπτόcompte par minute
λεπτο-ινδική ρίζαrace gracilo-indienne
λεπτό έντεροintestin grêle (intestinum angustum)
ολικός όγκος του εκπνεόμενου αέρα κατά λεπτόvolume expiratoire maximum-seconde
ολικός όγκος του εκπνεόμενου αέρα κατά λεπτόVEMS
ολικός όγκος του εκπνεόμενου αέρα κατά λεπτόcapacité pulmonaire utilisable à l'effort de Tiffeneau et Pinolli
ολικός όγκος του εκπνεόμενου αέρα κατά λεπτόdébit expiratoire maximum seconde
ολικός όγκος του εκπνεόμενου αέρα κατά λεπτόDEMS
ολικός όγκος του εκπνεόμενου αέρα κατά λεπτόCPUE de Tiffeneau et Pinolli