DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Medical containing κλινική | all forms
GreekFrench
βοήθημα προοριζόμενο για κλινική έρευναdispositif destiné à des investigations cliniques
ιδιωτική κλινικήhopital privé
ιδιωτική κλινικήclinique privée
κλινική ένδειξη συσσώρευσηςpreuve clinique d'accumulation
κλινική έρευναinvestigation clinique
κλινική ανοσολογίαimmunologie clinique
κλινική βιολογίαbiologie médicale
κλινική βιοχημική δοκιμασίαépreuve biochimique clinique
κλινική διάγνωσηdiagnostic clinique
κλινική διερεύνησηexploration clinique
κλινική διερεύνησηrecherche clinique
κλινική διερεύνησηinvestigation clinique
κλινική ειδικής θεραπείας τοξικομανώνclinique spéciale de traitement antidrogue
κλινική ενδοκρινολογίαhormonologie
κλινική εξέτασηexamen clinique
κλινική επέμβαση στο γονιμοποιημένο ωάριοintervention clinique pratiquée sur l'ovule fécondé
κλινική επιδημιολογίαépidémiologie clinique
κλινική εργασιοθεραπείαςclinique manufacture
κλινική θεραπείαtraitement clinique
κλινική ιατρικήmédecine clinique
κλινική ιατρικήclinique
κλινική καρτέλλαfiche clinique
κλινική λέπτυνση του δέρματοςamincissement clinique de la peau
κλινική μονάδαdispositif clinique
κλινική οικολογίαécologie clinique
κλινική οικολογίαmédecine environnementale
κλινική παθολογίαpathologie clinique
κλινική πειραματικήexpérimentation clinique
κλινική περίθαλψηsoins cliniques
κλινική πρακτικήclinique
κλινική-φαρμακολογική μελέτηétude clinicopharmacologique
κλινική ψυχολογίαpsychologie clinique
παχυμετρικός διαβήτης για κλινική χρήσηcompas médical
συμβεβλημένη κλινικήclinique conventionnée
τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμήessai clinique randomisé
τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμήessai clinique aléatoire
ψυχιατρική κλινικήmaison de santé
ψυχιατρική κλινικήclinique psychiatrique