DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Medical containing κάνω | all forms
GreekEnglish
αίσθημα κατά το οποίο νομίζει κανείς ότι έχει ακούσει ή αντιληφθεί κάτι προηγούμεναDéjà-vu
ανώμαλος ικανότης να αναγνωρίζει κανείς τα αντικείμενα διά της αφήςdyssymbolia
ικανότης να κάνεις κοινωνικές επαφέςability to establish social contacts
κάνω εμετό έκαναbring up
κάνω εμετό έκαναthrow up
κάνω εμετό έκαναregurgitate
κάνω εμετό έκαναvomit
κάνω μασάζ έκαναmassage
κάνω ρίζες έκαναroot
κάνω ρίζες έκαναradicate
κάνω χρώση έκαναdye
κάνω χρώση έκαναstain
μανία του βρίσκεται κανείς μακριά από το σπίτι τουdrapetomania
που κάνει τα πάντα ορατάpanoptic
πουλί που κάνει φωλιάnesting bird
τοξικομανείς που κάνουν ενδοφλέβιες ενέσειςabusers practising intravenous injection
φοβία να μένει κανείς μόνοςmonophobia
φοβία να μένει κανείς μόνοςisolophobia