DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Medical containing ανοσοσφαιρίνη | all forms
GreekGerman
αναδίπλωση ανοσοσφαιρίνηImmunglobulinfaltung
ανοσοσφαιρίνη ΑImmunglobulin A
ανοσοσφαιρίνη διεγέρτης θυρεοειδούςTSI
ανοσοσφαιρίνη διεγέρτης θυρεοειδούςLATS
ανοσοσφαιρίνη διεγέρτης θυρεοειδούςthyroideastimulierendes Immunglobulin
ανοσοσφαιρίνη κυτταρικής επιφάνειαςZelloberflächenimmunglobulin
αντι-D ανοσοσφαιρίνηAnti-D-Immunglobulin
διαμεμβρανική ανοσοσφαιρίνη ΜTransmembran-IgM
διαμεμβρανική ανοσοσφαιρίνη ΜTransmembran-Immunglobulin M
εκκρινόμενη ανοσοσφαιρίνη Μsezemiertes IgM
εκκρινόμενη ανοσοσφαιρίνη Μsezemiertes Immunglobulin M
ισότοπος ανοσοσφαιρίνηImmunglobulinisotyp
μεμβρανική ανοσοσφαιρίνηmIg
μεμβρανική ανοσοσφαιρίνηmembrangebundnes Immunglobulin
ομόλογος ανοσοσφαιρίνηhomologes Immunglobulin
περιοχή ανοσοσφαιρίνηIg-Domäne
περιοχή ανοσοσφαιρίνηImmunglobulindomäne