DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Medical containing oral | all forms | exact matches only
EnglishGreek
external oral cavityπροστόμιο (vestibulum oris)
external oral cavityπρόδομος στόματος (vestibulum oris)
extra-oral bandageεξωστοματικός επίδεσμος
extra-oral injectionεξωστοματική ένεση
haemorrhage in the oral cavityαιμορραγία της στοματικής κοιλότητας
intra-oralενδοστοματικός
intra-oral injectionενδοστοματική ένεση
juxta-oralπαραστοματικός
malignant neoplasm of oral cavityκακοήθη νεοπλάσματα της στοματικής κοιλότητας
malignant neoplasm of other and ill-defined sites within the lip,oral cavity and pharynxκακοήθη νεοπλάσματα άλλων και ασαφώς καθορισμένων εντοπίσεων στα χείλη,τη στοματική κοιλότητα και τον φάρυγγα
oral antidiabeticsαντιδιαβητικά από το στόμα
oral antidiabeticsαντιδιαβητικά per os
oral candidiasisκαντιντίαση στόματος
oral candidiasisοξεία ψευδομεμβρανώδης καντιντίαση
oral candidiasisμηκιτιασική στοματίτιδα
oral candidiasisμυκητίαση στόματος
oral candidiasisάφθα
oral cavityκοιλότητα στόματος (cavitas oris)
oral cavityστοματική κοιλότητα (cavitas oris)
oral cholecystogramχολοκυστογραφία με στοματική χορήγηση
oral cholecystographyχολοκυστογραφία με στοματική χορήγηση
oral contraceptiveσφαιρίδιο
oral contraceptiveκαταπότιο
oral contraceptiveχάπι
oral contraceptiveτροχίσκος
oral contraceptiveαντισυλληπτικό στόματος
oral discπεριστόμιο
oral discστοματικός δίσκος
oral epileptio seizureστοματική κρίσις επιληψίας
oral erythema multiformeστοματικό πολύμορφο ερύθημα
oral fissureσχισμή στόματος (rima oris)
oral fissureστοματική σχισμή (rima oris)
oral florid papillomatosisπορφυρή στοματική θηλωμάτωσις
oral fossaστοματικός κόλπος
oral fossaστομόδαιο
oral hairy leukoplakiaτριχωτή λευκοπλασία της γλώσσας (leucoplacia hirsuta oris)
oral immunizationανοσοποίηση από το στόμα
oral massive dose of calciumδοκιμασία ογκώδους δόσης ασβεστίου από του στόματος
oral openingσχισμή στόματος (rima oris)
oral openingστοματική σχισμή (rima oris)
oral part of pharynxστοματοφάρυγγας (oropharynx, pars oralis pharyngis)
oral part of pharynxστοματικό μέρος του φάρυγγα
oral part of pharynxστοματική μοίρα φάρυγγα (oropharynx, pars oralis pharyngis)
oral part of pharynxμεσοφάρυγγας
oral perception of spaceστοματικός χώρος
oral petit malστοματική μικρά επιληψία
oral phaseστοματική φάσις
oral phaseστοματική φάση
oral poliovirus vaccineεμβόλιο Sabin
oral poliovirus vaccineστοματικό εμβόλιο πολιομυελίτιδας
oral primacyστοματική φάσις
oral primacyστοματική φάση
oral regionστοματική χώρα (regio oralis)
oral-sadistic phaseστοματο-σαδιστική φάσις
oral sinusστοματικός κόλπος
oral sinusστομόδαιο
oral squamous carcinomaστοματικό ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα ώματος
oral squamous cell carcinomaστοματικό ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα ώματος
oral suckerστοματικός μυζητήρας
oral surgeryγναθοπροσωπική χειρουργία
oral toleranceστοματική ανοχή
oral ulcerationστοματική εξέλκωση
oral ulcerationεξέλκωση στόματος
oral vestibuleπροστόμιο (vestibulum oris)
oral vestibuleπρόδομος στόματος (vestibulum oris)
poliovirus vaccine live oralεμβόλιο Sabin
poliovirus vaccine live oralστοματικό εμβόλιο πολιομυελίτιδας
repeated dose 90-day oral toxicity studyμελέτη τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων 90 ημερών
repeated dose 90-day oral toxicity studyμελέτη τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων από του στόματος 90 ημερών
repeated dose oral studyμελέτη τοξικότητας με επανειλημμένη χορήγηση από το στόμα
repeated dose oral studyμελέτη τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων από του στόματος
repeated dose oral toxicity studyμελέτη τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων από του στόματος
repeated dose oral toxicity studyμελέτη τοξικότητας με επανειλημμένη χορήγηση από το στόμα
repeated dose oral toxicology studyμελέτη τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων από του στόματος
repeated dose oral toxicology studyμελέτη τοξικότητας με επανειλημμένη χορήγηση από το στόμα
sub-chronic oral studyμελέτη υποχρόνιας τοξικότητας ουσιών που λαμβάνονται από το στόμα