Portuguese | Greek |
a jusante | προς τα κάτω |
a jusante | κάταντα |
a mulher declare estar disposta a fazer a implantação posteriormente | δήλωση μητέρας ότι επιθυμεί εμφύτευση σε μεταγενέστερη ημερομηνία |
a proteção contra acidentes e doenças profissionais | προστασία κατά των επαγγελματικών ατυχημάτων και ασθενειών |
a proteção contra acidentes e doenças profissionais | προστασία από τα επαγγελματικά ατυχήματα και ασθένειες |
aborto a pedido | διακοπή κύησης με απλή αίτηση |
acesso à matéria biológica depositada | πρόσβαση στο κατατεθειμένο βιολογικό υλικό |
aclimatação à altitude | προσαρμογή σε υψόμετρο |
aclimatação à altitude | εγκλιματισμός ύψους |
aclimatização à altitude | εγκλιματισμός στο ύψος |
acondicionar para venda a retalho | συσκευάζω για τη λιανική πώληση |
acupuntura segundo a medicina tradicional chinesa | παραδοσιακός βελονισμός |
adaptação à luz | προσαρμογή των ματιών στο φως |
agulha a eletrocoagulação | ηλεκτρικό μαχαιρίδιο διαθερμίας |
alergia a animais | αλλεργία στα ζώα |
alergia a medicamentos | αλλεργία στα φάρμακα |
alergia a medicamentos | αλλεργία ενάντια στα φάρμακα |
alergia a peixe | αλλεργία στα ψάρια |
alergia à borracha | αλλεργία στο καουτσούκ |
alergia à luz | αλλεργικός τύπος φωτοευαισθησίας |
alergia à pena de ganso | αλλεργία σε φτερά χήνας |
alergia à penicilina | αλλεργία στην πενικιλλίνη |
alimentação por gota-a-gota contínuo | θρέψη κατά σταγόνες |
alterar a constituição genética através da modificação de células germinativas | τροποποίηση της γενετικής σύστασης μέσω επεμβάσεων στα βλαστικά κύτταρα |
altura da 7ª vértebra cervical-bico do seio | μήκος από τον έβδομο αυχενικό στην προεξοχή του στήθους |
aparelho de descarga para a perna | συσκευή για ίσχνανση της κνήμης |
aparelho destinado a facilitar a fonação | συσκευή διευκόλυνσης της ομιλίας |
aparelho para a reeducação dos dedos | συσκευή για την επανεξάσκηση των δακτύλων |
aparelho para facilitar a audição dos surdos | συσκευή για τη διευκόλυνση της ακοής στους κουφούς |
aparelho para reensinar a andar | συσκευή για την εξάσκηση στο βάδισμα |
apresentar sob a forma de doses | παρουσιάζω με τη μορφή δόσεων |
aptidão para a homogeneização | δυνατότητα λήψης ομογενών μιγμάτων |
artrite associada a doenças intestinais | εντερικός ρευματισμός |
artrodese lombossagrada por via anterior transperitoneal segundo a técnica de Sicard | εγχείρηση Sicard |
assaltos a farmácias | διαρρήξεις φαρμακείων |
assintomático a longo prazo | άρρωστος μακροχρόνια ασυμπτωματικός |
assistência cirúrgica à distância | χειρουργική τηλε-βοήθεια |
atenção primária a saúde | πρωτοβάθμια ιατρική περίθαλψη |
aumentar a retenção de água | αύξηση της κατακρατήσεως νερού |
aumento do diâmetro e ou do número de capilares | αύξησις της διαμέτρου και/ή του αριθμού των τριχοειδών |
banda A | λωρίδα-Α |
banho a vapor por aquecimento elétrico | ηλεκτροσάουνα |
bebida para a prova de Katsch-Kalk | ποτό δοκιμασίας των Katsch-Kalk |
bem ou serviço biotecnológico | βιοτεχνολογικό αγαθό ή υπηρεσία |
bezoar à base de fibras vegetais | εντερικός λίθος σχηματιζόμενος πέριξ κόκκου βρώμης |
bile A | χολή-Α |
cadeia A | ενζυμικά ενεργό τμήμα |
cadeia A | α-αλυσίδα |
campanha de auxílio à desintoxicação | εκστρατεία παροχής βοήθειας στους καπνιστές για αποτοξίνωση |
capacidade par inibir a síntese do colagéneo | αναστολή της σύνθεσης κολλαγόνου |
capacidade para reduzir a mitose | αντιμιτωτική δράση |
carcinoma secundário à asbestose | αμιαντοκαρκίνωμα |
caso sujeito a investigação | κρούσμα υπό διερεύνηση |
castração para a produção de sementes de variedades híbridas | ευνουχισμός για την παραγωγή σπόρων προς σπορά ποικιλιών υβριδίων |
ceratose palmoplantar estriada ou linear de Brunauer-Fuhs | παλαμο-πελματική ραβδωτή ή γραμμοειδής κεράτωσις του Brunauer-Fuhs (keratosis palmoplantaris striata siehe linearis BRUNAUER-FUHS) |
ceratose palmoplantar papular ou macular | παλαμο-πελματική βλατιδώδης ή κηλιδώδης κεράτωσις (keratosis palmoplantaris papulosa siehe maculosa) |
ciclosporina A | κυκλοσπορίνη Α |
circunstâncias que excluem a ilicitude do aborto | εξαιρέσεις |
Classificação Estatística Internacional de Doenças e Problemas Relacionados com a Saúde | Διεθνής ταξινόμηση των νόσων |
Classificação Estatística Internacional de Doenças e Problemas Relacionados com a Saúde | Διεθνής στατιστική ταξινόμηση των νόσων και των συναφών προβλημάτων υγείας |
C.M.A. - concentração máxima admissível | MPC:μέγιστη επιτρεπτή συγκέντρωση |
colite devida a radiações | κολίτιδα μετά από ακτινοθεραπεία |
comissão internacional,pluralista para a avaliação ética | διεθνής πολυφωνική επιτροπή για ηθική αξιολόγηση |
comissão internacional,pluralista para a avaliação ética | διεθνής πλουραλιστική επιτροπή για ηθική αξιολόγηση |
compartimento para a recolha das penas | αίθουσα για τη συλλογή των πτερών |
complexo relacionado com a SIDA | σύμπλεγμα σχετιζόμενο με το Aids |
composto destinado a ser administrado por via oral | ένωση που χορηγείται από το στόμα |
comprimido para a dor de cabeça | δισκίο για τον κεφαλόπονο |
comprimido à base de iodobenzilato de hexametilenotetramina | δισκίο με βάση το iodobenzylate d'hexaméthylènetètramine |
comprimidos à base de iodobeenato de cálcio e de ferro | δισκία με βάση το iodobéhénate του ασβεστίου και του σιδήρου |
construção estanque à água e à humidade | ανθυγρή κατασκευή |
construção estanque à água e à humidade | αδιάβροχος |
contacto doméstico com a hepatite A | επαφή με την ηπατίτιδα Α στο οικογενειακό περιβάλλον |
contacto institucional com a hepatite A | επαφή με την ηπατίτιδα Α σε ιδρύματα |
controlo à distância de tratamentos | τηλε-επιτήρηση θεραπειών |
contrário à vacinação | απεχθανόμενος τον υποχρεωτικό εμβολιασμό |
Convenção para limitar o fabrico e regulamentar a distribuição de estupefacientes | Σύμβαση για τον Περιορισμό της Παρασκευής και Ρύθμιση της Διανομής των Ναρκωτικών Φαρμάκων |
coriorretinite a toxoplasma | χοριοαμφιβληστροειδίτις από τοξόπλασμα |
crise hemorroidária consecutiva a um episódio diarreico | αιμορροϊδική κρίση μετά από διαρροϊκό επεισόδιο |
cromossoma A | χρωμόσωμα B |
código de conduta para a vacinação | κώδικας συμπεριφοράς για τον εμβολιασμό |
deficiência de imunoglobulina A | ανεπάρκεια IgA |
deficiência primária ou secundária da imunidade humoral | διαταραχές οφειλόμενες σε πρωτοπαθή ή δευτεροπαθή ανεπάρκεια αντισωμάτων |
dermatite devida a frutos | δερματίτις οφειλόμενη σε φρούτα |
dermatite devida à parafina | δερματίτις που οφείλεται στην παραφίνη |
dermatite devida à parafina | έκζεμα παραφίνης |
desnutrição associada à SIDA | υποσιτισμός από VIH |
detenção associada à droga | σύλληψη που σχετίζεται με ναρκωτικά |
dieta à base de mel de Heisler-Moro | δίαιτα μήλων Heisler-Moro |
dieta à base de pectinas | δίαιτα με βάση την πηκτίνη |
diminuição pronunciada da aptidão para a marcha | έντονη μείωση της ικανότητας βαδίσματος |
direito a uma identidade genética | δικαίωμα στην γενετική ταυτότητα |
disfunção ligada à hipertensão | υπερτασική πάθηση |
dispositivo de inalação concebido de forma a conseguir-se un fluxo de ar continuo | συσκευή εισπνοής ικανή να διατηρεί μια δυναμική ροή αέρα |
dispositivo destinado a investigações clínicas | βοήθημα προοριζόμενο για κλινική έρευνα |
disseminação de doença pessoa a pessoa | μετάδοση της νόσου από άτομο σε άτομο |
doação do corpo à ciência | δωρεά σώματος στην επιστήμη |
doente que aguarda a transplantação de um órgão | ασθενής που αναμένει τη μεταμόσχευση ενός οργάνου |
doença associada à alimentação | ασθένεια που έχει σχέση με τη διατροφή |
dose anual integrada de irradiação a todo o corpo | ετήσια ολοκληρωμένη δόση ολοκλήρου του σώματος |
duplo teste de tolerância à glicose | διπλή δοκιμασία ανεκτικότητος της γλυκόζης |
durante a vida | κατά την διάρκεια της ζωής |
edema da dieta dietética à base de flocos de aveia | οιδήματα βρώμης |
educação relativa a drogas | εκπαίδευση στο θέμα των ναρκωτικών |
efeito secundário ligado a dose | παρενέργεια που σχετίζεται με τη δόση |
em função dos seus conhecimentos ou das suas funções | με τις γνώσεις και τις πράξεις του |
encefalite a citomegalovírus | εγκεφαλίτις από μεγαλοκυτταροϊό (encephalitis cytomegalovirica) |
encefalite a herpes-vírus | εγκεφαλίτις από ερπητοϊό |
encefalite a herpes-zóster | εγκεφαλίτις από έρπητα ζωστήρα |
encefalite a micobactéria atípica | εγκεφαλίτις από άτυπα μυκοβακτηρίδια |
ensaio de reprodução a terceira geração | δοκιμασία αναπαραγωγής επί τρεις γενεές |
enviesamento devido a erro do instrumento | μεροληψία που οφείλεται στο όργανο μέτρησης |
enviesamento devido a preferência por dígitos | μεροληψία λόγω στρογγυλοποίησης |
espelho para a boca | καθρέπτης στόματος |
esterilizador a ar quente | αποστειρωτικός κλίβανος θερμού αέρα |
esterilizador a seco | αποστειρωτικός κλίβανος θερμού αέρα |
estimular a criatividade | αυξάνω την δημιουργικότητα |
estreptococos A | στρπτόκοκκοι Α. |
estudo de toxicidade sobre a reprodução em duas gerações | μελέτη τοξικότητας στην αναπαραγωγή δύο γενεών |
excesso de risco para a saúde | υπερβολικός κίνδυνος για την υγεία |
exposição a carcinogéneos químicos | έκθεση σε καρκινογόνες χημικές ουσίες |
exposição de emergência a radiações externas | εκτιμούμενη έκθεση σε εξωτερική ακτινοβόληση σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης |
exposição humana a condições do ambiente | ανθρώπινη έκθεση περιβάλλοντος |
exposição máxima à substância a testar por inalação | μεγίστη έκθεση στην εισπνοή της δοκιμαζόμενης ουσίας |
exposição por inalação repetida ou prolongada | επανειλημμένη ή παρατεταμένη έκθεση με εισπνοή |
exposição prolongada ou repetida | επανειλημμένη ή παρατεταμένη έκθεση |
extração pela a ação de solventes | εξαγωγή με τη βοήθεια διαλυτών |
fator de suscetibilidade ou de proteção | παράγοντας επιδεκτικότητας ή προστασίας |
fator de tolerância à glicose | παράγων της ανεκτής γλυκόζης |
febre tifoide associada à cólera | μικτή λοίμωξη από χολέρα και τυφοειδή πυρετό |
fobia à eletricidade | ηλεκτροφοβία |
fobia à infeção | φόβος μόλυνσης |
forma marcada da substância a testar | "σεσημασμένη" μορφή της δοκιμαζόμενης ουσίας |
fosforilação "à custa do substrato" | φωσφορυλίωση σε επίπεδο υποστρώματος |
fuga perante a realidade | φυγή από την πραγματικότητα |
fuga à realidade | φυγή από την πραγματικότητα |
fundação mundial contra a sida | Παγκόσμιο Ίδρυμα κατά του Σ.Ε.Α.Α. |
fundação mundial contra a sida | Παγκόσμιο Ίδρυμα κατά του AIDS |
fístula do pavimento da boca segundo a técnica de Bergmann | συρίγγιον του εδάφους του στόματος του VON BERGMANN |
fístula do pavimento da boca segundo a técnica de Bergmann | συρίγγιον του εδάφους του στόματος κατά BERGMANN |
gene de predisposição a uma doença | γονίδιο προδιαθετικό νόσου |
gene que codifica a proteína X | γονίδιο που κωδικοποιεί την πρωτεΐνη-Χ |
gonadotrofinas A e B | ορμόνες ωοθυλακιοτρόπος και ωχρινοτρόπος |
grupo de conselheiros para a ética da biotecnologia | ομάδα συμβούλων για την ηθική της βιοτεχνολογίας |
grupo sanguíneo A | ομάδα αίματος A |
grânulos que coram com a fucsina | φουξινόφιλα κοκκία |
hemofilia A | αιμορροφιλία Α |
hemólise a frio | κρυοαιμόλυσις |
hepatite do vírus A | λοιμώδης ηπατίτις |
hepatite não A não B | ηπατίτιδα μη Α-μη Β |
hipervitaminose A | δηλητηρίαση από βιταμίνη Α |
hipervitaminose A | Α-υπερβιταμίνωση |
I.M.A.O. | αναστολείς της MAO |
I.M.A.O. | αναστoλείς της μονοαμινικής οξυδάσης |
imunidade à infeção | σχετική ανοσία σε χρόνιες νόσους που διαρκεί εφόσον ο μικροοργανισμός βρίσκετα |
imunidade à infeção | ανοσία προς τις λοιμώξεις |
imunoglobulina A | ανοσοσφαιρίνη Α |
indemne a doença | ελεύθερος νόσου |
indicador relativo à saúde | δείκτης υγείας |
indução de resistência à canavanina e à ciclo-heximida | επαγωγή αντίστασης σε καναβανίνη και κυκλοεξιμίδιο |
infusão sanguínea gota a gota | συνεχής στάγδην μετάγγιση αίματος |
instalação para a contenção de materiais biológicos | τεχνικά μέσα βιολογικού περιορισμού σε κλειστό περιβάλλον |
Instituto Comunitário de Coordenação para controlo das vacinas contra a febre aftosa | Κοινοτικό ινστιτούτο συντονισμού για τον έλεγχο των εμβολίων κατά του αφθώδους πυρετού |
interação farmacológica entre a droga e o organismo | φαρμακολογική αλληλεπίδραση ανάμεσα στο φάρμακο και τον οργανισμό |
intolerância hereditária à frutose | σύνδρομο κληρονομικής μη ανεκτικότητος στην φρουκτόζη ή λαιβουλόζη |
jato a pressão | καταιονισμός με πίεση |
lei sobre a profissão de parteira | νόμος περί μαιευτικής |
lei sobre a verificação das doenças venéreas | νόμος για τον έλεγχο των αφροδισίων νοσημάτων |
levar a termo | διατήρηση της εγκυμοσύνης μέχρι τον τοκετό |
livedo reticularis a frigore | δικτυωτό δέρμα στο κρύο (cutis reticularis e frigore, livedo reticularis a frigore) |
local A | δεκτική θέση |
local A | θέσηA |
lupa binocular com dispositivo de prisão à cabeça | διοπτρικός μεγεθυντικός φακός με διάταξη στερέωσης στην κεφαλή |
luta contra a droga | καταπολέμηση ναρκωτικών |
luta contra a droga | αγώνας κατά της χρήσης ναρκωτικών |
luta contra a esterilidade humana | αντιμετώπιση της ανθρώπινης στειρότητας |
luta contra a toxicomania | αγώνας κατά της χρήσης ναρκωτικών |
luta contra a toxicomania | καταπολέμηση ναρκωτικών |
marcação a frio | τατουάζ με ψύχος |
marcação a frio | δερματοστιξία με ψύχος |
mecanismo de resistência a terapêutica | μηχανισμός αντοχής στη θεραπευτική αγωγή |
medicamento à base de alcaloides | φάρμακο με βάση τα αλκαλοειδή |
medicamento à base de heterosides | φάρμακο με βάση τα γλυκοζίδια |
medicamentos contra a tosse | αντιβηχικά |
medicamentos contra a tosse | αποχρεμπτικά |
medicamentos à base de ácido silícico vegetal | ελαστότροπα φάρμακα |
meio inadequado para provocar a expulsão do feto | μέσο ακατάλληλο για πρόκληση εξώθησης του εμβρύου |
menção a apor na embalagem | κατάλληλη ένδειξη πάνω στη συσκευασία |
micro-organismo resistente à salinidade | αλοάντοχος μικροοργανισμός |
modo de ação da substância a testar | τρόπος δράσεως της δοκιμαζομένης ουσίας |
mulher submetida a aborto | γυναίκα που έκαμε έκτρωση |
médico a tempo inteiro | ιατρός πλήρους απασχόλησης |
médico ou outro profissional de saúde | ιατρός ή παραϊατρικό προσωπικό |
médico que procede à colheita do órgão | ιατρός ειδικός χειρουργικών λήψεων |
método a golpe de martelo de Szondi | μέθοδος Szondi |
método de esterilização a frio | μέθοδος ψυχρής αποστείρωσης |
método à buque | μέθοδος μπουκέτου |
normas de segurança uniformes destinadas à proteção sanitária da população | ομοιόμορφοι κανόνες ασφαλείας για την προστασία της υγείας του πληθυσμού |
novo vírus da gripe AH1N1 | νέος ιός γρίπης |
novo vírus da gripe AH1N1 | νέος ιός ΑΗ1Ν1 |
o CO bloqueia o transporte de O2 porque está intimamente ligado à hemoglobina | το CO παρεμποδίζει τη μεταφορά Ο2 διότι δημιουργεί ισχυρό δεσμό με την αιμοσφαιρίνη |
oftalmoscópio à mão | οφθαλμοσκόπιο χειρός |
operação a eventração, com plastia | εγχείρηση κοιλιακής κήλης με πλαστική εγχείρηση |
operação a um tendão | τενοντοπλαστική |
operação de tipo A | εργασία τύπου Α |
ovinos ou caprinos de reprodução,de produção e de engorda | αιγοπρόβατα αναπαραγωγής,εκτροφής και πάχυνσης |
paralisia simulando a catatonia | κατατονιμορφική παραλυσία |
patologia a olho nu | μακροσκοπικώς παθολογικές αλλοιώσεις |
pedido relativo a um primeiro tratamento | αίτηση για θεραπεία πρώτου βαθμού |
perda de contacto com a realidade | απώλεια επαφής με το περιβάλλον και κάθε πραγματικό |
pericardite devida a enfarte do miocárdio | περικαρδίτις μετά από έμφραγμα μυοκαρδίου |
pericardite devida a enfarte do miocárdio | εμφραγματική περικαρδίτις |
perigo para a saúde física ou psíquica da mulher grávida | μεγάλος κίνδυνος για την υγεία της γυναίκας |
perigo para a saúde física ou psíquica da mulher grávida | μεγάλη απειλή για τη σωματική ή ψυχική υγεία της μητέρας |
peritonite secundária à perfuração | περιτονίτις από διάτρηση οργάνου |
perpendicular à glabela | κάθετος του μεσόφρυου |
peso correspondente à idade | αντιστοιχία ηλικίας-βάρους |
pessoas predispostas para a delinquência ou comportamento antissocial | άτομα με εγκληματικές και αντικοινωνικές τάσεις |
pico de mortes associadas à droga | κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των θανάτων από ναρκωτικά |
pincel para a laringe | αντίσταση-πρότυπο |
pinça para puxar a língua | λαβίδα για το τράβηγμα της γλώσσας |
plastia para restaurar a continência | πλαστική επέμβαση για αποκατάσταση της ακράτειας |
pneumonia a citomegalovírus | πνευμονία από μεγαλοκυτταροϊό |
pneumonia a CMV | πνευμονία από μεγαλοκυτταροϊό |
pneumonia a Mycoplasma | πνευμονοπάθεια από Mycoplasma pneumoniae |
pontos cutâneos sensíveis à pressão | σημεία ευαισθησίας |
predisposição para a droga | προδιάθεση χρήσης φαρμάκων |
preparações para permanente a frio | προπαρασκευές για ψυχρά διαρκή κύματα |
prevenção a longo prazo | μακροπρόθεσμη πρόληψη |
produto "miraculoso" para a saúde | προϊόν "θαύμα" για την υγεία |
produto que provoca a esterilidade | ουσία που προκαλεί στειρότητα |
produto que reduze a fertilidade | ουσία που μειώνει τη γονιμότητα |
programa "A Europa contra o Cancro" | πρόγραμμα "Η Ευρώπη κατά του καρκίνου" |
Programa de ação comunitária em matéria de doenças relacionadas com a poluição no quadro da ação no domínio da saúde pública | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης όσον αφορά τις ασθένειες που σχετίζονται με τη ρύπανση εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας |
Programa de ação comunitária relativo à prevenção da sida e de outras doenças transmissíveis no âmbito da ação no domínio da saúde pública | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης σχετικά με την πρόληψη του AIDS και ορισμένων άλλων μεταδοτικών νόσων εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας |
Programa de ação comunitário relativo à vigilância da saúde no contexto da ação em matéria de saúde pública | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης σχετικά με την παρακολούθηση της υγείας εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας |
Programa de Investigação Biotecnológica para a Inovação, Desenvolvimento e Crescimento na Europa | Βιοτεχνολογική έρευνα για καινοτομία,ανάπτυξη και οικονομική μεγέθυνση στην Ευρώπη |
Programa de Investigação Biotecnológica para a Inovação, Desenvolvimento e Crescimento na Europa | Ειδικό πρόγραμμα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης στον τομέα της βιοτεχνολογίας 1990-1994 |
proteção contra a infeção | προστασία κατά των λοιμώξεων |
proteção contra a infeção | προστασία κατά των λοιμώξεων |
proteção contra a tosse | προστασία κατά του βήχα |
prova cutânea da pesquisa de alergia à penicilina | δοκιμασία με pΓnicilloyl-polysine |
prova de Bareggi para a febre tifoide | δοκιμασία του Bareggi |
prova de tolerância à frutose | δοκιμασία ανεκτικότητος στην φρουκτόζη |
prova de tolerância à glicose | δοκιμασία ανεκτικότητος στην γλυκόζη |
prova de tolerância à heparina de Barker | δοκιμασία BARKER,δοκιμασία ανοχής εις την ηπαρίνην |
prova de Weber para a audição | δοκιμασία Weber |
provar a seu relacionamento familiar por meio de um teste ADN | αποδεικνύω την οικογενειακή μου συγγένεια μέσω ενός τεστ DNA |
psicose que acompanha a doença de Basedow | ψύχωσις εκδηλουμένη εις άτομον προσβληθέν υπό της νόσου του BASEDOW |
pó do cabelo ou do pelo | σκόνη τριχών |
quinolonas de 3ª geração | κινολόνες τρίτης γενιάς |
radiografia com incidência standard para a cavidade orbitária | τυπική ακτινογραφία ανφάς του κόγχου |
reagente destinado à determinação dos grupos ou dos fatores sanguíneos | αντιδραστήριο που προορίζεται για τον καθορισμό των ομάδων ή των παραγόντων του αίματος |
reação a mudança de clima | αντίδρασις στην αλλαγή του κλίματος |
reação cutânea à paracoccidioidina | υποδόρεια αντίδρασις στην παρακοκκιδιοϊδίνη |
reação de A. Ascoli | αντίδραση Ascoli |
reação positiva à tuberculina | θετική αντίδραση στο φυματινισμό |
recipiente de vidro para a conservação de sangue | φιάλη από γυαλί για τη διατήρηση του αίματος |
recomendação publicada a título de orientação | σύσταση που δημοσιεύεται ως κατευθυντήρια γραμμή |
reduzir a pó | να καταστεί κόνις |
regulador da pressão de oxigénio a pedido | ρυθμιστής οξυγόνου κατά ζήτηση |
regulador de oxigénio a pedido | ρυθμιστής οξυγόνου κατά ζήτηση |
relativo à angina de peito | στηθαγχικός |
relativo à primeira infância | βρεφικός |
relativo à primeira infância | νηπιώδης |
remédios contra a diarreia | αντιδιαρροϊκά |
remédios contra a disenteria | αντιδυσεντερικά |
remédios contra a disenteria | αντιδιαρροϊκά |
remédios contra a hipertonia | αντιυπερτασικά |
reparação do ADN sujeita a erros | μη ακριβής αποκατάσταση του DNA |
reparação do ADN sujeita a erros | μεταλλαξογόνος αποκατάσταση του DNA |
resistência à infeção | αντίσταση στη λοίμωξη |
respiração a hiperpressão | αναπνοή με πίεση |
respiração boca-a-boca | τεχνητή αναπνοή |
resposta à dosagem | δόση-απάντηση |
resposta à dosagem | δόση-αντίδραση |
ressecção do gânglio de Gasser segundo a técnica de Lesser | εγχείρηση Lexer |
ressecção do segundo e terceiro ramos do trigémio segundo a técnica de Krönlein | εγχείρηση Krnlein |
ressecção para restabelecer a continuidade | ακρωτηριασμός διά του οστού και όχι διά της αρθρώσεως |
ressecção para restabelecer a continuidade | ακρωτηριασμός μακράν της αρθρώσεως |
retinite a citomegalovírus | αμφιβληστροειδίτις από Μεγαλοκυτταροϊό |
risco durante a vida | αθροιστικός κίνδυνος καθ'όλη τη διάρκεια ζωής |
ritmo a cinco tempos | πεντάρυθμος |
robótica aplicada a pequenas intervenções | ρομποτική για τις ελαφρές επεμβάσεις |
ruído cardíaco percetível à distância | κλαγγώδης καρδιακός τόνος ακουόμενος εξ αποστάσεως |
se proceder a recolha de órgãos | λήψη οργάνων στον κατάλληλο χρόνο |
sem prejuízo das disposições respeitantes à saúde pública | με την επιφύλαξη των διατάξεων περί δημόσιας υγείας |
semelhante à catatonia | κατατονιμορφικός |
sensibilidade à pressão | ευαισθησία στην πίεση |
sensibilidade à pressão | βαραισθησία |
sensibilização a animais | ευαισθητοποίηση στα ζώα |
septicemia a estafilococos | σταφυλοκοκκική σηψαιμία |
septicemia a gram-negativos | σηψαιμία από μικροοργανισμούς Gram αρνητικούς |
serviço europeu de informação sobre a biotecnologia | ευρωπαϊκή υπηρεσία πληροφόρησης για τη βιοτεχνολογία |
site A | δεκτική θέση |
site A | θέσηA |
sobrevivência a baixas temperaturas | επιβίωση σε χαμηλές θερμοκρασίες |
Staphylococcus aureus resistente à meticilina | χρυσίζων σταφυλόκοκκος ανθεκτικός στη μεθικιλλίνη |
Staphylococcus aureus resistente à meticilina | ανθεκτικός στη μεθικιλλίνη χρυσίζων σταφυλόκοκκος |
submetido a uma degradação metabólica | υποκείμενα σε μεταβολική αποικοδόμηση |
substância a+ | ουσία α +-,ουσία V +- |
substância destinada a produzir efeitos sistémicos | ουσία που προορίζεται να έχει συστηματικές επιδράσεις |
substância para a atividade antitumor | ουσία που χρησιμοποιείται κατά των όγκων |
sujeito a ser vacinado | άτομο προς εμβολιασμό |
suporte para a caixa torácica | υποστήριγμα για τη θωρακική κοιλότητα |
sépsis a estafilococos | σταφυλοκοκκική σηψαιμία |
sépsis a gram-negativos | σηψαιμία από μικροοργανισμούς Gram αρνητικούς |
sítio A | δεκτική θέση |
sítio A | θέσηA |
teste de dermorreação à histamina de Bonney | δοκιμασία ισταμίνης |
teste de sobrecarga à gonadotrofina | δοκιμασία φορτίου γοναδοτρόπου ορμόνης |
teste de tolerância à glicina | δοκιμασία ανεκτικότητος της γλυκίνης |
teste de tolerância à glicose | σακχαραιμική καμπύλη |
teste de tolerância à glicose de Hamann-Hirschmann | δοκιμασία ανοχής στην γλυκόζη των Hamann-Hirschmann |
teste de tolerância à heparina | δοκιμασία ανοχής στην ηπαρίνη |
teste de tolerância à hirudina | δοκιμασία ανοχής στην ιρουδίνη |
teste de tolerância à histidina | δοκιμασία ανοχής στην ιστιδίνη |
teste de tolerância à infeção | δοκιμασία ανοχής μόλυνσης |
teste de toxicidade sobre a reprodução em uma geração | δοκιμή τοξικότητας στην αναπαραγωγή μιάς γενεάς |
teste de toxicidade sobre a reprodução em una geração | τοξικολογική δοκιμασία αναπαραγωγής μιας γενεάς |
teste destinado a crianças pequenas | δοκιμασία για παιδιά |
teste E.S.A. | δοκιμασία E.S.A. |
tolerância à aceleração | αντοχή στην επιτάχυνση |
tolerância à altitude | ανοχή στο ύψους |
tolerância à glicose | ποσότης ανεκτής γλυκόζης |
tolerância à isquemia | ανοχή στην ισχαιμία |
transfusão de sangue à pressão | μετάγγιση αίματος υπό πίεση |
transporte a granel | μεταφορά φορτίων χύδην |
tratar a jato de vapor | υποβάλλω σε κατεργασία με ρεύμα υδρατμού |
trépano para a córnea | εργαλείο για τον κερατοειδή χιτώνα |
técnica de Kjellberg para a histerossalpingografia e pelvigrafia | τεχνική του Kjellberg |
técnica laboratorial usada junto à cama do doente | η παρά την κλίνη του ασθενούς μέθοδος |
unidade de A. | μονάς Α |
vacina contra a tosse convulsa | προφυλακτικό αντικοκκυτικό εμβόλιο |
vacina contra a tosse convulsa | αντικοκκυτικό εμβόλιο |
vacina europeia contra a sida | ευρωπαϊκό εμβόλιο κατά του AIDS |
Vacina Europeia contra a sida | Ευρωπαϊκό εμβόλιο κατά του ΑΙDS |
vacina para a tosse convulsa | αντικοκκυτικό εμβόλιο |
visita a domicílio | επίσκεψη κατ'οίκον |
vírus de hepatite tipo A | ιός ηπατίτιδος Α |
vírus icosaedral à ADN | εικοσαεδρικοί DNA ιοί |
à volta da aurícula cardíaca | γύρω από τον κόλπο της καρδιάς |
à volta da aurícula cardíaca | περικολπικός |
à volta de um eixo | περιαξονικός |
à volta de um eixo | περιαξόνιος |
à volta do pavilhão da orelha | γύρω από το αυτικό πτερύγιο |
à volta do pavilhão da orelha | περιωτιαίος |
área sob a curva nível plasmático-tempo | επιφάνεια που περικλείεται από την καμπύλη επιπέδου πλάσματος-χρόνου |
óculos de proteção contra a tosse | αντιβηχικά γυαλιά |