Danish | Greek |
anti-p24 antistof | αντίσωμα αντι-p24 |
anti-p25 antistof | αντίσωμα αντι-p25 |
anti-p25 antistof | αντίσωμα έναντι του κεντρικού τμήματος του ιού HIV |
anti-p18 antistof | αντίσωμα αντι-p18 |
humant anti-P serum | ανθρώπινος ορός αντι-Ρ |
p.c. | μετά τις σεξουαλικές επαφές |
p.c. | μετά το γεύμα |
P-catecholaminer | κατεχολαμίνες πλάσματος |
P-cortisol | κορτιζόλη πλάσματος |
p.d. | κατά δόση |
p.d. | κάθε ημέρα |
p.d. | για προσωπική χρήση |
p-pille | τροχίσκος |
p-pille | σφαιρίδιο |
p-pille | χάπι |
p-pille | καταπότιο |
p 24 protein | πρωτεϊνη 24 |
p 9 protein | πρωτεϊνη 9 |
p 17 protein | πρωτεϊνη 17 |
p 7 protein | πρωτεϊνη 7 |
P-site | πεπτιδυλο-θέση |
P-site | θέση P |
P4SR indeks | δείκτης P4SR |
polychlorerede dibenzo-p-dioxiner | πολυχλωριωμένη διβενζο-p-διοξίνη |
polychlorerede dibenzo-p-dioxiner | πολυχλωριωμένη διβενζο-παρα-διοξίνη |
polychlorerede dibenzo-p-dioxiner | πολυχλωροδιβενζοδιοξίνη |
polychlorerede dibenzo-p-dioxiner | πολυχλωριωμένη διβενζοδιοξίνη |
polychlorerede dibenzo-p-dioxiner | διοξίνη |
2,3,7,8-tetrachlorodibenzo-p-dioxin | 2,3,7,8 τετραχλωρο-διβενζο-παρα-διοξίνη |
2,3,7,8-tetrachlorodibenzo-p-dioxin | 2,3,7,8-τετραχλωροδιβενζο-π-διοξίνη |