Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Portuguese
⇄
English
Finnish
German
Greek
Portuguese
Russian
Swedish
Terms
for subject
Medical
containing
M
|
all forms
|
exact matches only
Portuguese
Greek
C.
M
.A. - concentração máxima admissível
MPC:μέγιστη επιτρεπτή συγκέντρωση
ecrã
M
οθόνη ραντάρ τύπου Μ
fio de
M
. Kirschner
συσκευή Kirschner
I.
M
.A.O.
αναστολείς της MAO
I.
M
.A.O.
αναστoλείς της μονοαμινικής οξυδάσης
leucemia aguda mieloblástica
M
1
οξεία μυελοβλαστική λευχαιμία τύπου Μ1
leucemia aguda mieloblástica
M
2
μυελοβλαστική λευχαιμία με μυελοειδή διαφοροποίηση
leucemia aguda mieloblástica
M
2
οξεία μυελοβλαστική λευχαιμία Μ2
leucemia aguda mieloblástica
M
1
μυελοβλαστική λευχαιμία μικρής διαφοροποίησης
leucemia
M
5
οξεία μονοκυτταρική λευχαιμία
leucemia
M
5
οξεία μυελοβλαστική λευχαιμία Μ5
leucemia
M
5
μονοβλαστική λευχαιμία
leucemia
M
4
μυελομονοκυτταρική λευχαιμία
leucemia
M
4
οξεία μυελοβλαστική λευχαιμία Μ4
leucemia
M
4
μονοκυτταρική λευχαιμία τύπου Naegeli
leucemia mieloblástica aguda
M
7
μεγακαρυοβλαστική λευχαιμία
leucemia mieloblástica aguda
M
7
οξεία μυελοβλαστική λευχαιμία Μ7
operação de J.
M
.Gil Vernet
επέμβασις του J.M.Gil Vernet
precipitinas anti-
M
αντι-M-ιζηματίνες
V.E.
M
.S.
ολικός όγκος του εκπνεόμενου αέρα κατά λεπτό
VIH-1 do grupo
M
ιός ανοσοανεπαρκειας ανθρώπου,τύπου1ομάδας M
Get short URL