DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Medical containing Individual | all forms | exact matches only
EnglishGreek
asymptomatic individualάτομο που δεν παρουσιάζει συμπτώματα
atopic individualάτομα με ατοπία
constant individual faultsπαράγων προσωπικού λάθους ή σφάλματος
delaying the functional decline of the individualκαθυστέρηση της έκπτωσης των λειτουργιών του ατόμου
individual anthropologyατομική ανθρωπολογία
individual antigenατομικό αντιγόνο
individual diagnosisδιάγνωση προσωπικότητας
individual doseπροσωπική δόσις
individual doseατομική δόσις
individual doseπροσωπική δόση
individual dose equivalentατομική ισοδύναμη δόση
individual dosimetryατομική δοσιμετρία
individual infectivityατομική μολυσματικότητα
individual motoricityατομική κίνηση
individual normατομικός τύπος
individual parasitismατομικός παρασιτισμός
individual predispositionατομική προδιάθεση
individual psychologyψυχολογία της προσωπικότητας
individual selectionατομική επιλογή
individual specificityατομική ειδικότητα
individual testατομική δοκιμασία
intra-individualενδοπροσωπικός
intra-individual variationδιακύμανση στα ίδια τα πρόσωπα
single individual created from two eggs fertilised at the same timeμονήρες άτομο δημιουργημένο από δύο ωάρια γονιμοποιηθέντα ταυτόχρονα
solution of individual vegetable extractsδιάλυμα ομοιογενών φυτικών εκχυλισμάτων
standardised individual vegetable extractsβαθμολογημένα ομοιογενή φυτικά εκχυλίσματα
susceptible individualεπίνοσο άτομο