French | Greek |
absorbeur de CO2 | απορροφητής CO2 |
absorption du CO2 | απορρόφηση CO2 |
affection pancréatique 2)pancréatite toxique dégénérative | παγκρεατοπάθεια |
affection pancréatique 2)pancréatite toxique dégénérative | παγκρεάτωσις |
antihistaminique H2 | αντιισταμινικό H2 |
2,3-bisphosphoglycérate | 2,3-διφωσφογλυκερικό |
2,3-bisphosphoglycérate | 2,3-διφωσφογλυκερική ομάδα |
bêta-2-microglobuline | β2-μικροσφαιρίνη |
combinaison du CO2 | σύνδεση CO2 |
combinaison du CO2 sanguin | σύνδεση CO2 |
courbe de dissociation du CO2 | καμπύλη αποδέσμευσης CO2 |
dosage du CO2 | προσδιορισμός CO2 |
Dossier épidémiologique,Médical et économique de l'Immunodéficience humaine,version 2 | αρχείο επιδημιολογικό,ιατρικό και οικονομικό,της ανοσοανεπάρκειας του ανθρώπου,έκδοση 2 |
déficience en CO2 | υποκαπνία |
déficience en CO2 | μείωση του CO2 στο αίμα |
2-désoxyribose | 2-δεσοξυριβόζη |
effet c2 | επίδραση c2 |
effet c2 | επίδραση κοινού περιβάλλοντος |
fructose-2,6-bisphosphate | 2,6-διφωσφορική φρουκτόζη |
hémoglobinurie paroxystique 2)hémoglobinurie paroxystique nocturne | παροξυντική αιμοσφαιρινουρία |
imagerie par séquence d'écho de gradient pondérée T2 | απεικόνιση με αλληλουχία ήχου σταθμισμένης βαθμίδωσης |
interleukine 2 | ιντερλευκίνη 2 |
intoxication au dichloro-1-2 éthane | δηλητηρίαση από 1,2-διχλωροαιθάνιο |
le CO bloque le transport de O2 parce qu'il est intimement lié à l'hémoglobine | το CO παρεμποδίζει τη μεταφορά Ο2 διότι δημιουργεί ισχυρό δεσμό με την αιμοσφαιρίνη |
le myocardemuscle cardiaqueretire 75% de l'O2 de la circulation coronarienne | ο καρδιακός μυς αφαιρεί το 75% του Ο2 της στεφανιαίας κυκλοφορίας |
leucémie aiguë lymphoblastique de type L2 | οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία L2 |
leucémie aiguë lymphoblastique de type L2 | οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία τύπου L2 |
leucémie aiguë lymphoblastique L2 | οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία τύπου L2 |
leucémie aiguë lymphoblastique L2 | οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία L2 |
leucémie aiguë myéloblastique M2 | οξεία μυελοβλαστική λευχαιμία Μ2 |
leucémie aiguë myéloblastique M2 | μυελοβλαστική λευχαιμία με μυελοειδή διαφοροποίηση |
ligne capillaire 2)ligne scissurale de Hotz | τριχοειδής γραμμή |
ligne capillaire 2)ligne scissurale de Hotz | σχισμική γραμμή του Hotz |
lissencéphalie de type 2 | σύνδρομο Walker-Warburg |
lissencéphalie de type 2 | λειεγγεφαλία τύπου 2 |
malformation de Chiari type 2 | διαμαρτία Chiari τύπου 2 |
mesure de la PO2 transcutanée | μέτρηση της διαδερματικής PO2 |
paralytique 2)paralytique | παράλυτος |
paralytique 2)paralytique | παραλυτικός |
paraphasie 2)paralalie 3)bégaiement | παραφασία |
paraphasie 2)paralalie 3)bégaiement | παραφημία |
paraphasie 2)paralalie 3)bégaiement | παραλλαλία |
paraphasie 2)paralalie 3)bégaiement | βραδυγλωσσία |
2-phosphoglycérate | 2-φωσφογλυκερικός |
2-phosphoglycérate | 2-φωσφογλυκερική ομάδα |
réactif inactivé par la pénétration de CO2 | αντιδραστήριο ανενεργό με τη διείσδυση CO2 |
récepteur H2 | υποδοχέας H2 |
réinspiration de CO2 | επανεισπνοή CO2 |
transport du CO2 | μεταφορά CO2 |
trouble de conscience par le CO2 | νάρκωση CO2 |
2,3,7,8-tétrachlorodibenzo-p-dioxine | 2,3,7,8-τετραχλωροδιβενζο-π-διοξίνη |
2,3,7,8-tétrachlorodibenzo-p-dioxine | 2,3,7,8 τετραχλωρο-διβενζο-παρα-διοξίνη |
virus de l'immunodéficience humaine de type 2 | ιός ανοσοανεπάρκειας ανθρώπου τύπου 2 |
vitamine A2 | βιταμίνη Α2 |
vitamine A2 | δεϋδρορετινόλη |
élimination du CO2 | αποβολή CO2 |
épreuve de réinspiration du CO2 | δοκιμασία φόρτισης CO2 |
épreuve de réinspiration du CO2 | δοκιμασία επανεισπνοής CO2 |