DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Medical containing 1 μm | all forms
EnglishGreek
acute myeloblastic M1 leukemiaοξεία μυελοβλαστική λευχαιμία τύπου Μ1
acute myeloblastic M1 leukemiaμυελοβλαστική λευχαιμία μικρής διαφοροποίησης
HIV-1 group M virusιός ανοσοανεπαρκειας ανθρώπου,τύπου1ομάδας M
human immunodeficiency virus type 1 group Mιός ανοσοανεπαρκειας ανθρώπου,τύπου1ομάδας M
M-1 procedureδιαδικασία Μ-1