DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Marketing containing μονάδα | all forms
GreekEnglish
βάρος ανά μονάδαunit weight of a cigar
κατά μονάδα μάζαunit weight of a cigar
μισθός κατά μονάδα εργασίαςpayment by the job
μισθός κατά μονάδα εργασίαςpiece rate
μισθός κατά μονάδα εργασίαςpiece work remuneration
μισθός κατά μονάδα εργασίαςpiecework earnings
μισθός κατά μονάδα εργασίαςtask wage
μισθός κατά μονάδα εργασίαςunit wage
μισθός κατά μονάδα εργασίαςstraight piecework
μισθός κατά μονάδα εργασίαςpiece-work payment
μισθός κατά μονάδα εργασίαςpiece wage
μισθός κατά μονάδα εργασίαςjob wage
μονάδα αξίαςunit of value
μονάδα δίσκωνdisk unit
μονάδα προϊόντοςunit produced
μονάδα προϊόντοςunit of output
τιμή ανά μονάδα μετρήσεωςunit price