DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Marketing containing subjects | all forms
EnglishGreek
balance sheet item subject to reindexationλογαριασμός του ισολογισμού υποκείμενος σε αναπροσαρμογή επιτοκίου
goods subject to early deteriorationεμπόρευμα υποκείμενο σε ταχεία φθορά
goods subject to early deteriorationεμπόρευμα υποκείμενο σε ταχεία μείωση της αξίας
imports shall be subject to the third country arrangements applicable to those importsοι εισαγωγές υπόκεινται στο καθεστώς τρίτων χωρών το οποίο εφαρμόζεται στις εισαγωγές αυτές
subject to opinionέκθεση ελεγκτών μᄉ επιφυλάξεις
subject to the conditions and within the limits provided for hereinafterυπό τις προϋποθέσεις και εντός των ορίων που προβλέπονται κατωτέρω