Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Portuguese
⇄
Chinese Taiwan
Czech
Danish
Dutch
English
Greek
Hungarian
Indonesian
Lao
Macedonian
Maori
Nepali
Polish
Portuguese
Russian
Slovak
Slovene
Telugu
Ukrainian
Xhosa
Zulu
Terms
for subject
Marketing
containing
em
|
all forms
|
exact matches only
Portuguese
Greek
a
Comissão consultará os Estados-Membros em causa
η Eπιτροπή διαβουλεύεται με τα ενδιαφερόμενα Kράτη μέλη
a
conclusão de acordos ou contratos a longo prazo
η σύναψη μακροπροθέσμων συμφωνιών ή συμβάσεων
a
moeda do Estado-Membro em que reside o credor ou o beneficiário
το νόμισμα του Kράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του ο πιστωτής ή ο δικαιούχος
a
subdivisão das despesas em grandes rubricas
η ανάλυση των εξόδων σε μεγάλες υποδιαιρέσεις
acordo
ou
convénio internacional sobre produtos de base
διεθνής συμφωνία ή ρύθμιση προϊόντος
acordos de especialização
ou
acordos de compra ou de venda comum
συμφωνίες εξειδικεύσεως ή συμφωνίες από κοινού αγοράς ή πωλήσεως
adiantamento
em
dinheiro
δάνειο
adiantamento
em
dinheiro
προκαταβολή
adiantamento
em
dinheiro
πίστωση δανείου
adiantamento
em
dinheiro
προκαταβολή ναύλου
adiantamentos
em
conta-correntes
προκαταβολή πελατών
adiantamentos
em
conta-correntes
τραπεζικό δάνειο ως προκαταβολή για την προετοιμασία ή εκτέλεση έργου
apta
a
entrar em funcionamento
έτοιμο να λειτουργήσει
artefacto utilizável no estado
em
que se encontra
είδος έτοιμο προς χρήση
ativos
em
carteira
περιουσιακά στοιχεία χαρτοφυλακίου
ação com subscrição
em
numerário
μετοχή που αντιπροσωπεύει εισφορά σε χρήμα
bem
em
segunda mão
μεταχειρισμένο αγαθό
cada um dos Estados-Membros transformará os contingentes bilaterais
em
contingentes globais
κάθε Kράτος μέλος μετατρέπει τις ανοιχθείσες διμερείς ποσοστώσεις σε καθολικές ποσοστώσεις
capital
em
obrigações
χρηματικές ομολογίες
capital
em
obrigações
ομολογίες κεφαλαίου
capital
em
obrigações
κεφάλαιο από ομολογιακά δάνεια
capital subscrito
em
ações sujeitas a chamada de capital
μετοχικό κεφάλαιο για το οποίο δεν απευθύνθηκε πρόσκληση καταβολής
condição de mercado
ou
condição similar
όρος της αγοράς ή παρεμφερής όρος
conhecimento nominativo
ou
à ordem
φορτωτική στο όνομα συγκεκριμένου προσώπου ή "εις διαταγήν"
contabilidade
em
folhas soltas
λογιστική τηρούμενη σε κινητά φύλλα
conversão das contas
em
moeda estrangeira
αναγωγή των λογαριασμών που εκφράζονται σε ξένα νομίσματα
conversão das contas
em
moeda estrangeira
αναγωγή του ετήσιου κλεισίματος σε ξένα νομίσματα
correspondência
em
estrela
σύστημα επικοινωνίας με δικαιοδόχους
designadamene
em
matéria de política de importação
ιδίως στο θέμα της πολιτικής εισαγωγών
direito de voto dos títulos
em
depósito
άσκηση ψήφου εκ των αποτεθειμένων μετοχών
dirigir
ou
influenciar sensivelmente as importações
διευθύνει ή επηρεάζει αισθητά τις εισαγωγές
dividendo
em
ações
μέρισμα καταβαλλόμενον υπό μορφήν μετοχών
dividendo
em
ações
μέρισμα υπό μορφή νέων μετοχών
em
livre prática
σε ελεύθερη κυκλοφορία
em
prejuízo dos consumidores
επί ζημία των καταναλωτών
empresas industriais
ou
comerciais
βιομηχανικές ή εμπορικές επιχειρήσεις
encargos por secções
ou
por serviços
έξοδα κατά προορισμό
enquadramento
em
matéria de auxílios
πλαίσιο για τις ενισχύσεις
esquema de pagamentos
em
espécie
πρόγραμμα πληρωμών σε είδος
estas práticas abusivas podem,nomeadamente,consistir
em
...
η κατάχρηση αυτή δύναται να συνίσταται ιδίως...
existências
e
trabalhos em curso
αποθέματα και τρέχοντα
existências
e
trabalhos em curso
αποθέματα και κυκλοφορούντα
franquia
em
direto
άμεσο franchise
franquia
em
direto
σύστημα άμεσης ενοποιημένης παρουσίας
garantia dadas por conta de responsabilidades
em
benefício de terceiro
υποχρεώσεις από εγγυήσεις
garantia dadas por conta de responsabilidades
em
benefício de terceiro
εγγυήσεις για λογαριασμό των ίδιων των ταπεζών και για λογαριασμό των πελατών τους
garantias
a
favor de terceiros ou do banco
εγγυήσεις για λογαριασμό των ίδιων των ταπεζών και για λογαριασμό των πελατών τους
garantias
a
favor de terceiros ou do banco
υποχρεώσεις από εγγυήσεις
imobilização
em
curso
μη αποπερατωθείσες ακινητοποιήσεις
imobilizações
em
curso
κτήσεις πάγιων στοιχείων σε εξέλιξη
imobilizações
em
curso
ακινητοποιήσεις υπό εκτέλεση
induzir
em
erro o consumidor
περιάζω σε αλάνη τον καταναλωτή
induzir
em
erro o consumidor
παραπλανώ τον καταναλωτή
influenciar diretamente
as
importações ou as exportações entre os Estados-Membros
επηρεάζει άμεσα τις εισαγωγές ή τις εξαγωγές μεταξύ των Kρατών μελών
influenciar indiretamente
as
importações ou as exportações entre os Estados-Membros
επηρεάζει άμεσα τις εισαγωγές ή τις εξαγωγές μεταξύ των Kρατών μελών
insígnia
em
franquia
διακριτικό σύμβολο του δικτύου
insígnia
em
franquia
διακριτικό σύμβολο της επιχείρησης του δικαιοπαρόχου
investimentos
em
capital intensivo
επενδύσεις έντασης κεφαλαίου
leasing
em
matéria automóvel
χρηματοδοτική μίσθωση στον τομέα των αυτοκινήτων
leasing
em
matéria automóvel
leasing στον τομέα των αυτοκινήτων
limitar
ou
controlar a distribuição ou o desenvolvimento técnico
ο περιορισμός ή ο έλεγχος της διαθέσεως ή της τεχνολογικής αναπτύξεως
matérias
em
bruto,não comestíveis,excluindo combustíveis
πρώτες ύλες μη εδώδιμες εκτός από καύσιμα
medidas de coordenação
ou
concorrência
μέτρα συντονισμού ή ανταγωνισμού
mercadoria
em
trânsito
εμπόρευμα υπό διαμετακόμιση
máquina para fazer café utilizável
em
estabelecimentos
καφετιέρα με φίλτρο για μπάγκους καταστημάτων
método do mais baixo custo
ou
valor de mercado
μέθοδος της τιμής κόστους ή της αγοραίας τιμής
nota de compra
ou
de venda
σημείωμα πώλησης/αγοράς
o
país de origem ou de destino dos produtos
το Kράτος προελεύσεως ή προορισμού των Προ2bόντων
o
ter em conta o direito comunitário
συμμόρφωση με το κοινοτικό δίκαιο περί ενοποιημένης παρουσίας/franchise
os preços de compra
ou
de venda
οι τιμές αγοράς ή πωλήσεως
os produtos que se encontrem
em
livre prática nos Estados-membros
τα προ2bόντα που ευρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός των Kρατών μελών
perda
em
capital
ζημία κεφαλαίου
perda
em
valor nominal
απώλεια ονομαστικής αξίας
perda
em
valor real
απώλεια πραγματικής αξίας
política de serviços
em
parceria
πολιτική παροχής υπηρεσιών μιας σύμπραξης
política de serviços
em
parceria
πολιτική παροχής υπηρεσιών κοινοπραξίας
posição líquida global
em
divisas da instituição
συνολική καθαρή θέση του ιδρύματος σε συνάλλαγμα
posição não compensada
em
divisas
μη αντιστοιχισμένη θέση σε νομίσματα
preços de compra
ou
de venda não equitativos
μη δίκαιες τιμές αγοράς ή πωλήσεως
procedimento
a
seguir em caso de alinhamento
διαδικασία προσφοράς ίδιων όρων
produto pré-embalado
em
quantidades preestabelecidas
προϊόντα προσυσκευασμένα σε προκαθορισμένες ποσότητες
produto pré-embalado
em
quantidades variáveis
προϊόντα προσυσκευασμένα σε μεταβλητές ποσότητες
produtos
e
trabalhos em curso
παραγωγή εμπορευμάτων σε εξέλιξη
produtos
em
curso
ημιτελή προϊόντα
produtos
em
curso
ημι-κατεργασμένα προϊόντα
produtos
em
curso de fabricação
ημι-κατεργασμένα προϊόντα
produtos
em
curso de fabricação
ημιτελή προϊόντα
produtos similares
ou
diretamente concorrentes
προϊόντα όμοια ή ευθέως ανταγωνιστικά
programação
em
grande escala
προγραμματισμός στα μεγάλα
provimento
em
capitais
προμήθεια κεφαλαίων
provisões para depreciação de existências-produtos
e
trabalhos em curso
πρόβλεψη ζημίας σε αξία προϊόντων
provisões para depreciação de existências-produtos
e
trabalhos em curso
πρόβλεψη ζημίας από εργασία παροχής υπηρεσιών σε εξέλιξη
práticas de dumping
ou
outras condenadas pela Carta de Havana
μέθοδοι ντάμπινγκ ή άλλες πρακτικές αποδοκιμαζόμενες από τον Xάρτη της Aβάνας
pôr
em
destaque a imagem comunitária durante os Jogos Olímpicos
ενίσχυση της εικόνας της Κοινότητας στους Ολυμπιακούς Αγώνες
recursos ordinários
em
capital
πόροι τακτικού κεφαλαίου
registo para afixação de preços
ou
outras inscrições temporárias
πλάκα εμπόρου
registo para afixação de preços
ou
outras inscrições temporárias
πινακίδα για αναγραφή τιμής
rendimentos
em
espécie
κέρδη σε είδος
restrição
em
matéria de publicidade
περιορισμοί στις διαφημίσεις
reunir os direitos
ou
elementos do ativo
συγκεντρώνουν τα διακαιώματα ή στοιχεία ενεργητικού
situação
em
divisas
συναλλαγματική θέση
situação
em
divisas
συναλλαγματική κατάσταση
situação
em
moedas estrangeiras
συναλλαγματική θέση
situação
em
moedas estrangeiras
συναλλαγματική κατάσταση
terrenos
e
edifícios em regime de locação
μισθωμένα γήπεδα και κτίρια
tomada
em
consideração das perdas das filiais
συμψηφισμός των ζημιών των θυγατρικών εταιρειών
tomada
em
consideração dos resultados estrangeiros
συνυπολογισμός των αποτελεσμάτων στο εξωτερικό
trabalhos
em
curso
ημι-κατεργασμένα προϊόντα
trabalhos
em
curso
ημιτελή προϊόντα
variações dos grupos
ou
capítulos do balanço
μεταβολές των κονδυλίων του ισολογισμού
Get short URL