DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Insurance containing στοιχείο | all forms
GreekEnglish
αποδεικτικό στοιχείο συνταξιοδοτικού δικαιώματοςdocument showing entitlement to a pension
αποδεικτικό στοιχείο συνταξιοδοτικού δικαιώματοςevidence of entitlement
αποδεικτικό στοιχείο συνταξιοδοτικού δικαιώματοςcertificate showing entitlement to a pension
ασυμβίβαστο στοιχείο; μη σύμφωνο στοιχείοnon-conforming element
μετά την αποζημίωση η ασφαλιστική εταιρία αποκτά κυριότητα στο περιουσιακό στοιχείο που απομένειbenefit of salvage