Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Azerbaijani
Bengali
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Persian
Polish
Portuguese
Punjabi
Romanian
Russian
Serbian
Spanish
Tatar
Vietnamese
Terms
for subject
Insurance
containing
πρόγραμμα
|
all forms
Greek
English
ατομικό
πρόγραμμα
συνταξιοδότησης
personal pension plan
ατομικό συνταξιοδοτικό
πρόγραμμα
one-man pension arrangement
αυτοδιαχειριζόμενο συνταξιοδοτικό
πρόγραμμα
self-administered pension scheme
αυτοχρηματοδοτούμενο
πρόγραμμα
unfunded scheme
πρόγραμμα
αποχωρούντων
repartition scheme
πρόγραμμα
εγγύησης ενυπόθηκου δανείου
mortgage repayment plan
πρόγραμμα
εφάπαξ καταβολής κατά τη συνταξιοδότηση
cash benefit scheme
πρόγραμμα
μικτής χρηματοδότησης
associated financing package
συνταξιοδοτικό
πρόγραμμα
διαχείρισης κεφαλαίου
deposit administration
συνταξιοδοτικό
πρόγραμμα
μικτής χρηματοδότησης
hybrid scheme
συνταξιοδοτικό
πρόγραμμα
μικτής χρηματοδότησης
hybrid pension scheme
συνταξιοδοτικό
πρόγραμμα
που οι παραχές του υπερβαίνουν το μέγιστο ποσό κρατικής σύνταξης
to
live on top
συνταξιοδοτικό
πρόγραμμα
που οι παροχές του υπολογίζονται αναλογικά των ετησίων αποδοχών
salary grade scheme
συνταξιοδοτικό
πρόγραμμα
που οι παροχές του υπολογίζονται αναλογικά των ετησίων αποδοχών
graded schedule scheme
συνταξιοδοτικό
πρόγραμμα
που παρέχει τη δυνατότητα δανειοδότησης του ασφαλισμένου
loanback
συνταξιοδοτικό
πρόγραμμα
που πληρώνει το υπερβάλλον ενός ορισμένου ποσού
deductive item
συνταξιοδοτικό
πρόγραμμα
που συνάφθηκε με ασφαλιστική εταιρία
insured scheme
συνταξιοδοτικό
πρόγραμμα
του οποίου η πρόσοδος υπολογίζεται βάσει του τελευταίου συντάξιμου μισθού
final salary scheme
φοροαπαλλαγμένο συνταξιοδοτικό
πρόγραμμα
approved scheme
Get short URL