DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Insurance containing Δυνατότητα | all forms
GreekGerman
ασφαλιστήριο με δυνατότητα καταβολής εφάπαξ ποσούKapitalansammlungsvertrag mit Auslosung
δυνατότητα αποδοχής κινδύνων του ασφαλειομεσίτηMaklerdeckung
δυνατότητα επιστροφής ασφαλίστρων μόνο σε περίπτωση ακύρωσης του ασφαλιστηρίουPrämienrückerstattung im Falle der Auflösung der Versicherung
δυνατότητα μεταβίβασης μέρους της σύνταξης αασφαλισμένου σε εξαρτώμενο μέλοςverbundene Rente mit Übergang auf einen bezugsberechtigten Dritten
δυνατότητα μετατροπήςVerlängerungsmöglichkeit
ομάδα ασφαλιστών που συγκεντρώνουν το σύνολο της ασφαλιστικής τους δυνατότητας σε κεντρική μονάδαVersicherungsverband
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που παρέχει τη δυνατότητα δανειοδότησης του ασφαλισμένουRückdarlehen