DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Statistics containing όριο | all forms
GreekEnglish
αιχμή πέρα από το κατώτατο όριοpeak over threshold
ανώτατο εισοδηματικό όριοupper limit of income
ανώτατο εισοδηματικό όριοceiling of income
ανώτατο όριο πληθυσμούmaximum population
ανώτατο όριο τα κριτήρια ρίζα του RoyRoy's maximum root criteria
ανώτατο όριο υποχρεωτικής ασφάλισηςlimit of obligatory insurance
ανώτερο όριο ελέγχουupper control limit
ελάχιστο απαιτούµενο όριο επίδοσηςminimum required performance limit
ελάχιστο όριο πληθυσμούminimum population
θεωρήματα όριοthreshold theorems
κάτω όριο ελέγχουlower control limit
κατώτερο όριο ηλικίας συνάψεως γάμουminimum age at marriage
μέση εξερχόμενη ποιότητα όριοaverage outgoing quality limit
μέσο πρόσθετο όριο defectivesaverage extra defectives limit
μοντέλο όριοthreshold model
στατιστικό όριο ανοχήςprediction limit
σύνολο μετά το όριο ζωήςtotal after lifetime
όριο αξιοπιστίαςreliability limit
όριο απόφασηςdecision limit
όριο εμπιστοσύνηςconfidence limit
όριο εμπιστοσύνηςbound
όριο εμπιστοσύνηςconfidence bound
όριο κατάρρευσηςbreakdown bound
όριο μέσης υπερελαττωματικότηταςaverage extra defectives limit
όριο της φτώχειαςpoverty threshold
όριο της φτώχειαςpoverty line
όριο φορολογικής απαλλαγήςexemption limit