DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Statistics containing ομάδα | all forms
GreekEnglish
εθνοτική ομάδαethnic group
επαναλαμβανόμενη ομάδα σχέδιο δειγματοληψίαςrepetitive group sampling plan
ευρεία ομάδα ηλικιώνbroad age group
ηλικιακή ομάδα, κατηγορία έτους, ομάδα ηλικιώνyear class
μεμονωμένη ομάδαisolate
ομάδα ή συστάδαcluster
ομάδα αναφοράςcontrol group
ομάδα ανταποκριτώνgroup of rapporteurs
ομάδα ατόμων που έζησαν μαζί ένα γεγονόςcohort
ομάδα ελέγχουcontrol group
ομάδα εμπορευμάτωνgroup of goods
ομάδα εμπορευμάτωνcommodity group
ομάδα επιχειρήσεωνenterprise group
ομάδα εργαζομένωνgroup of employes
ομάδα εργαζομένωνgroup of employees
ομάδα εργασίας για τη Στατιστική όσον αφορά το ΠεριβάλλονWorking Group of Statistics on the Environment
ομάδα ηλικιώνpivotal age
ομάδα κοινωνικής κατάστασηςsocial status group
ομάδα οικονομικής δραστηριότηταςkind-of-activity unit
ομάδα πληθυσμούcohort
ομάδα προς επιθεώρησηinspection lot
ομάδα "Στατιστική στον τομέα της εκπαίδευσης"Working Party on Education Statistics
ονομαστική ισχύς των μηχανών που αποτελούν μια υδροηλεκτρική ομάδαnominal capacity of the main components of a generating set
πενταετής ομάδα ηλικιώνquinquennial age group
πενταετής ομάδα ηλικιώνquinary age group
υδροηλεκτρική ομάδα μηχανώνhydro-electric set