DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Statistics containing κατοικία | all forms
GreekEnglish
έλεγχος στη διανομή κατοικιώνhousing control
ανεπαρκώς κατεχόμενη κατοικίαinsufficiently occupied dwelling
απογραφή πληθυσμού και κατοικιώνpopulation and housing census
απογραφή πληθυσμού και κατοικιώνcensus of population and housing
απογραφή των κατοικιώνhousing census
απογραφή των κατοικιώνhousing count
απογραφή των κατοικιώνcensus of housing
επίδομα κατοικίαςdwelling allowance
επίδομα κατοικίαςlodging allowance
επίδομα κατοικίαςrent allowance
επίδομα κατοικίαςhousing allowance
επίδομα κατοικίαςallowance for rent
επίδομα κατοικίαςaccommodation allowance
κανονική κατοικίαconventional dwelling
καταγραφή των περιόδων κατοικίαςstatement of the periods of residence
κατοικία κατοικούμενη από τον ιδιοκτήτη τηςowner-occupied dwelling
κατοικία με υπερβολικά πολλούς ενοίκουςovercrowded dwelling
κατοικίες αποπερατωμένεςwork completed
κατοικίες αποπερατωμένεςcompletions
κατοικίες αποπερατωμένεςcompleted dwelling
κατοικίες υπό κατασκευήdwelling started
κατοικίες υπό κατασκευήconstruction dwelling started
κενή κατοικίαunoccupied dwelling
ποσοστό υπερπλήρων κατοικιώνhousing cost overburden rate
στατιστική κατοικιώνhousing statistics
στατιστική κατοικιών και κτιρίωνhousing and building statistics
στατιστική κατοικιών και κτιρίωνconstruction statistics
συλλογική κατοικίαinstitutional household
συλλογική κατοικίαcollective household
τύπος κατοικίαςtype of dwelling