DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing συσκευή | all forms
GreekEnglish
επιστημονικό όργανο ή συσκευήscientific instrument or apparatus
μη αυτόματη συσκευή ζύγισηςnon-automatic weighing instrument
συσκευή αποδοχής κάρταςcard accepting device
συσκευή για την παραγωγή αστραπιαίου φωτόςphotographic flashlight apparatus
συσκευή για την παραγωγή φλαςphotographic flashlight apparatus
συσκευή ελέγχου αυθεντικότητας μεταλλικών νομισμάτωνmoney controller
συσκευή ελέγχου αυθεντικότητας μεταλλικών νομισμάτωνcoin rejector