DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing στοιχείο | all forms
GreekEnglish
άυλο στοιχείο πάγιου ενεργητικούintangible fixed asset
αναπαραγώγιμο στοιχείο ενεργητικούreproducible asset
αποθεματικό στοιχείο ενεργητικούreserve instrument
αποθεματικό στοιχείο ενεργητικούreserve assets
αποθεματικό στοιχείο ενεργητικούreserve asset
απομειωμένο περιουσιακό στοιχείοimpaired assets
απομειωμένο περιουσιακό στοιχείοimpaired asset
απομειωμένο στοιχείο ενεργητικούimpaired assets
απομειωμένο στοιχείο ενεργητικούimpaired asset
ασφαλιστικό στοιχείο βασικών ιδίων κεφαλαίωνbasic own-fund insurance item
ασφαλιστικό στοιχείο ιδίων κεφαλαίων της Κατηγορίας 1Tier 1 own-fund insurance item
ασύμφορο περιουσιακό στοιχείοnon-performing asset
ασώματο στοιχείο ενεργητικούintangible asset
βαρύνω περιουσιακό στοιχείο για εξασφάλιση χρεώνto encumber
βαρύνω περιουσιακό στοιχείο για εξασφάλιση χρεώνto charge
διανεμητέο στοιχείοdistributable items
διεσταλμένο στοιχείοexpanded type
διεσταλμένο στοιχείοextended type
διεσταλμένο στοιχείοextended
διεσταλμένο στοιχείοexpanded
διορθωτικό στοιχείοcorrective amount
εγκεκριμένο στοιχείοqualifying item
εμπορεύσιμο περιουσιακό στοιχείοmarketable asset
επισφαλές στοιχείο ενεργητικούrisky asset
κατ'αποκοπήν στοιχείοstandard component
κινητό στοιχείο κειμένουfloat
κληροδοτημένο περιουσιακό στοιχείοlegacy asset
κύριο αποθεματικό στοιχείοprincipal reserve asset
μεταβλητό στοιχείοvariable component
μη αποδοτικό περιουσιακό στοιχείοunproductive asset
μη αποδοτικό περιουσιακό στοιχείοunderperforming asset
μη μεταβιβάσιμο στοιχείο ενεργητικούnon-transferable asset
μη ρευστοποιήσιμο στοιχείοilliquid asset
νομισματικό στοιχείο παθητικούmonetary liability
παραγωγικό περιουσιακό στοιχείοproductive asset
περιουσιακό στοιχείο απομειωμένης αξίαςimpaired assets
περιουσιακό στοιχείο απομειωμένης αξίαςimpaired asset
Περιουσιακό στοιχείο δεύτερης βαθμίδαςTier two asset
περιουσιακό στοιχείο ευχερώς προσπελάσιμοeasily accessible asset
περιουσιακό στοιχείο εύκολα ρευστοποιήσιμοeasily accessible asset
περιουσιακό στοιχείο που επιτρέπει την πρόσβασηeasily accessible asset
Περιουσιακό στοιχείο πρώτης βαθμίδαςTier one asset
περιουσιακό στοιχείο της επιχείρησης, μετά την αφαίρεση κάθε προβλεπτής υποχρέωσηςpaid-up share capital
προστατευόμενο στοιχείοauthentication element
πρόσθετο στοιχείοadditional factor
σταθερό στοιχείοfixed component
στοιχείο ασφαλείαςsecurity feature
στοιχείο ασφαλείαςauthentification feature
στοιχείο διασύνδεσης των κεντρικών τραπεζώνInterlinking components of the central banks
στοιχείο δωρεάς ή χορήγησηςelement of gift or grant
στοιχείο εκτός ισολογισμούoff-balance sheet vehicle
στοιχείο εκτός ισολογισμούoff-balance sheet instrument
στοιχείο ενεργητικού που ενέχει κίνδυνοrisk asset
στοιχείο ενεργητικού που υπόκειται σε απόσβεσηdepreciating asset
στοιχείο ενεργητικού χωρίς κίνδυνοriskless asset
στοιχείο ενεργητικού χωρίς κίνδυνοrisk-free asset
στοιχείο καταμερισμού κινδύνωνrisk sharing element
στοιχείο κεντρικής διοίκησηςcentral government item
στοιχείο κλείδαςkey component
στοιχείο κλειδιούkey component
στοιχείο που αφορά τον ειδικό φόρο κατανάλωσηςexcise component
στοιχείο του ενεργητικούasset item
στοιχείο του παθητικούliability
συνολικά αποτιμώμενο χρηματοοικονομικό στοιχείο ενεργητικούcollectively assessed financial asset
συνοπτικό στοιχείοsummary item
σύγχρονο ισοδύναμο στοιχείο ενεργητικούmodern equivalent asset
το στοιχείο της κοινοτικής προστασίαςthe Community protective component
τοξικό περιουσιακό στοιχείοimpaired asset
τοξικό περιουσιακό στοιχείοtroubled asset
τοξικό περιουσιακό στοιχείοtoxic asset
τοξικό περιουσιακό στοιχείοbad asset
τοξικό στοιχείο του ενεργητικούimpaired asset
τοξικό στοιχείο του ενεργητικούtroubled asset
τοξικό στοιχείο του ενεργητικούtoxic asset
τοξικό στοιχείο του ενεργητικούbad asset
τόπος όπου βρίσκεται το περιουσιακό στοιχείοlocation of asset
υποκείμενο στοιχείο του ενεργητικούunderlying asset
υποχρεωτικό στοιχείοmandatory data element
χρηματοοικονομικό στοιχείο του ενεργητικούfinancial assets
χρηματοοικονομικό στοιχείο του ενεργητικούfinancial asset