Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Azerbaijani
Bengali
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Persian
Polish
Portuguese
Punjabi
Romanian
Russian
Serbian Latin
Spanish
Tatar
Vietnamese
Terms
for subject
Finances
containing
στοιχείο
|
all forms
Greek
English
άυλο
στοιχείο
πάγιου ενεργητικού
intangible fixed asset
αναπαραγώγιμο
στοιχείο
ενεργητικού
reproducible asset
αποθεματικό
στοιχείο
ενεργητικού
reserve instrument
αποθεματικό
στοιχείο
ενεργητικού
reserve assets
αποθεματικό
στοιχείο
ενεργητικού
reserve asset
απομειωμένο περιουσιακό
στοιχείο
impaired assets
απομειωμένο περιουσιακό
στοιχείο
impaired asset
απομειωμένο
στοιχείο
ενεργητικού
impaired assets
απομειωμένο
στοιχείο
ενεργητικού
impaired asset
ασφαλιστικό
στοιχείο
βασικών ιδίων κεφαλαίων
basic own-fund insurance item
ασφαλιστικό
στοιχείο
ιδίων κεφαλαίων της Κατηγορίας 1
Tier 1 own-fund insurance item
ασύμφορο περιουσιακό
στοιχείο
non-performing asset
ασώματο
στοιχείο
ενεργητικού
intangible asset
βαρύνω περιουσιακό
στοιχείο
για εξασφάλιση χρεών
to
encumber
βαρύνω περιουσιακό
στοιχείο
για εξασφάλιση χρεών
to
charge
διανεμητέο
στοιχείο
distributable items
διεσταλμένο
στοιχείο
expanded type
διεσταλμένο
στοιχείο
extended type
διεσταλμένο
στοιχείο
extended
διεσταλμένο
στοιχείο
expanded
διορθωτικό
στοιχείο
corrective amount
εγκεκριμένο
στοιχείο
qualifying item
εμπορεύσιμο περιουσιακό
στοιχείο
marketable asset
επισφαλές
στοιχείο
ενεργητικού
risky asset
κατ'αποκοπήν
στοιχείο
standard component
κινητό
στοιχείο
κειμένου
float
κληροδοτημένο περιουσιακό
στοιχείο
legacy asset
κύριο αποθεματικό
στοιχείο
principal reserve asset
μεταβλητό
στοιχείο
variable component
μη αποδοτικό περιουσιακό
στοιχείο
unproductive asset
μη αποδοτικό περιουσιακό
στοιχείο
underperforming asset
μη μεταβιβάσιμο
στοιχείο
ενεργητικού
non-transferable asset
μη ρευστοποιήσιμο
στοιχείο
illiquid asset
νομισματικό
στοιχείο
παθητικού
monetary liability
παραγωγικό περιουσιακό
στοιχείο
productive asset
περιουσιακό
στοιχείο
απομειωμένης αξίας
impaired assets
περιουσιακό
στοιχείο
απομειωμένης αξίας
impaired asset
Περιουσιακό
στοιχείο
δεύτερης βαθμίδας
Tier two asset
περιουσιακό
στοιχείο
ευχερώς προσπελάσιμο
easily accessible asset
περιουσιακό
στοιχείο
εύκολα ρευστοποιήσιμο
easily accessible asset
περιουσιακό
στοιχείο
που επιτρέπει την πρόσβαση
easily accessible asset
Περιουσιακό
στοιχείο
πρώτης βαθμίδας
Tier one asset
περιουσιακό
στοιχείο
της επιχείρησης, μετά την αφαίρεση κάθε προβλεπτής υποχρέωσης
paid-up share capital
προστατευόμενο
στοιχείο
authentication element
πρόσθετο
στοιχείο
additional factor
σταθερό
στοιχείο
fixed component
στοιχείο
ασφαλείας
security feature
στοιχείο
ασφαλείας
authentification feature
στοιχείο
διασύνδεσης των κεντρικών τραπεζών
Interlinking components of the central banks
στοιχείο
δωρεάς ή χορήγησης
element of gift or grant
στοιχείο
εκτός ισολογισμού
off-balance sheet vehicle
στοιχείο
εκτός ισολογισμού
off-balance sheet instrument
στοιχείο
ενεργητικού που ενέχει κίνδυνο
risk asset
στοιχείο
ενεργητικού που υπόκειται σε απόσβεση
depreciating asset
στοιχείο
ενεργητικού χωρίς κίνδυνο
riskless asset
στοιχείο
ενεργητικού χωρίς κίνδυνο
risk-free asset
στοιχείο
καταμερισμού κινδύνων
risk sharing element
στοιχείο
κεντρικής διοίκησης
central government item
στοιχείο
κλείδας
key component
στοιχείο
κλειδιού
key component
στοιχείο
που αφορά τον ειδικό φόρο κατανάλωσης
excise component
στοιχείο
του ενεργητικού
asset item
στοιχείο
του παθητικού
liability
συνολικά αποτιμώμενο χρηματοοικονομικό
στοιχείο
ενεργητικού
collectively assessed financial asset
συνοπτικό
στοιχείο
summary item
σύγχρονο ισοδύναμο
στοιχείο
ενεργητικού
modern equivalent asset
το
στοιχείο
της κοινοτικής προστασίας
the Community protective component
τοξικό περιουσιακό
στοιχείο
impaired asset
τοξικό περιουσιακό
στοιχείο
troubled asset
τοξικό περιουσιακό
στοιχείο
toxic asset
τοξικό περιουσιακό
στοιχείο
bad asset
τοξικό
στοιχείο
του ενεργητικού
impaired asset
τοξικό
στοιχείο
του ενεργητικού
troubled asset
τοξικό
στοιχείο
του ενεργητικού
toxic asset
τοξικό
στοιχείο
του ενεργητικού
bad asset
τόπος όπου βρίσκεται το περιουσιακό
στοιχείο
location of asset
υποκείμενο
στοιχείο
του ενεργητικού
underlying asset
υποχρεωτικό
στοιχείο
mandatory data element
χρηματοοικονομικό
στοιχείο
του ενεργητικού
financial assets
χρηματοοικονομικό
στοιχείο
του ενεργητικού
financial asset
Get short URL